Anonymous

ὑπεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεύθῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη [[διαχείριση]] αξιώματος, [[υπόλογος]], επιφορτισμένος με συγκεκριμένο [[καθήκον]], [[αρμόδιος]], [[πλήρης]] ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὑπεύθυνοι</i>, <i>οἱ</i>, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (<i>λογισταί</i>), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[υπόλογος]], [[υπαίτιος]] για, [[ὑπεύθυνος]] ἀρχῆς ἑτέρας, [[παρά]] Δημ.· λέγεται για δούλους, [[σῶμα]] ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το [[σώμα]] τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με [[τιμωρία]] του σώματός τους, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[υπόλογος]] σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. [[obnoxius]], στον ίδ., σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὑπεύθῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη [[διαχείριση]] αξιώματος, [[υπόλογος]], επιφορτισμένος με συγκεκριμένο [[καθήκον]], [[αρμόδιος]], [[πλήρης]] ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὑπεύθυνοι</i>, <i>οἱ</i>, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (<i>λογισταί</i>), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[υπόλογος]], [[υπαίτιος]] για, [[ὑπεύθυνος]] ἀρχῆς ἑτέρας, [[παρά]] Δημ.· λέγεται για δούλους, [[σῶμα]] ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το [[σώμα]] τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με [[τιμωρία]] του σώματός τους, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[υπόλογος]] σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. [[obnoxius]], στον ίδ., σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεύθῡνος:''' <b class="num">I</b> 2 подотчетный, ответственный: αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ [[τάδε]] Aesch. я поручаю это (тебе) под твою ответственность; ὑ. τινι Aesch., Dem. ответственный перед кем(чем)-л. или зависящий от кого(чего)-л.; [[διδόναι]] ἑαυτὸν ὑπεύθυνόν τινι Dem. принимать на себя ответственность (вину) перед кем-л.; ὑ. τινος Dem., Luc. несущий ответственность за что-л.; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχειν Thuc. нести ответственность за свои советы.<br /><b class="num">II</b> ὁ гипэфтин, ответственное должностное лицо Arph. (ὑπεύθυνοι были ответственны перед εὔθυνοι и λογισταί).
}}
}}