Anonymous

ὑπέγγυος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[ὑπέγγυος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δίνει [[εγγύηση]], [[εγγυητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το [[κράτος]] ως [[εγγύηση]] για την [[επίτευξη]] εξωτερικού δανεισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ποινή]] («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[νόμιμος]] («[[γάμος]] [[ὑπέγγυος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> υποθηκευμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπεγγύως</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υπέγγυο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγγυος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐγγύη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>έγγνος</i>, <i>μετ</i>-[[έγγυος]]].
|mltxt=-ο / [[ὑπέγγυος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δίνει [[εγγύηση]], [[εγγυητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το [[κράτος]] ως [[εγγύηση]] για την [[επίτευξη]] εξωτερικού δανεισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ποινή]] («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[νόμιμος]] («[[γάμος]] [[ὑπέγγυος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> υποθηκευμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπεγγύως</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υπέγγυο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγγυος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐγγύη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>έγγνος</i>, <i>μετ</i>-[[έγγυος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέγγυος:''' -ον, αυτός που έχει δώσει [[εγγύηση]], [[υπόλογος]] ή υποκείμενος σε [[ποινή]], [[τιμωρία]], [[υπεύθυνος]], σε Αισχύλ.· [[ὑπέγγυος]] πλὴν θανάτου, αυτός που υπόκειται σε [[κάθε]] είδους [[ποινή]] [[εκτός]] εκείνης του θανάτου, σε Ηρόδ.· με δοτ., <i>τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν</i>, [[αξιοπιστία]] στην ανθρώπινη και [[θεία]] [[δικαιοσύνη]], σε Ευρ.
}}
}}