3,270,613
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέγγυος:''' -ον, αυτός που έχει δώσει [[εγγύηση]], [[υπόλογος]] ή υποκείμενος σε [[ποινή]], [[τιμωρία]], [[υπεύθυνος]], σε Αισχύλ.· [[ὑπέγγυος]] πλὴν θανάτου, αυτός που υπόκειται σε [[κάθε]] είδους [[ποινή]] [[εκτός]] εκείνης του θανάτου, σε Ηρόδ.· με δοτ., <i>τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν</i>, [[αξιοπιστία]] στην ανθρώπινη και [[θεία]] [[δικαιοσύνη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑπέγγυος:''' -ον, αυτός που έχει δώσει [[εγγύηση]], [[υπόλογος]] ή υποκείμενος σε [[ποινή]], [[τιμωρία]], [[υπεύθυνος]], σε Αισχύλ.· [[ὑπέγγυος]] πλὴν θανάτου, αυτός που υπόκειται σε [[κάθε]] είδους [[ποινή]] [[εκτός]] εκείνης του θανάτου, σε Ηρόδ.· με δοτ., <i>τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν</i>, [[αξιοπιστία]] στην ανθρώπινη και [[θεία]] [[δικαιοσύνη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέγγυος:''' <b class="num">1)</b> давший ручательство, поручившийся: [[θεόθεν]] [[ἔλακον]] ὑπέγγυοι Aesch. они поручились именем богов;<br /><b class="num">2)</b> повинный: ὑ. πλὴν θανάτου Her. подлежащий любой каре, кроме смертной казни, т. е. которому гарантирована жизнь. | |||
}} | }} |