Anonymous

ὑποτρέφω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]], [[περιποιούμαι]] (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.<br />β. «[[μέχρι]] τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενθαρρύνω]], [[συντελώ]] στην [[ανάπτυξη]] («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>ὑποτρέφομαι</i><br />[[διατηρώ]], [[συντηρώ]] [[κρυφά]].
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]], [[περιποιούμαι]] (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.<br />β. «[[μέχρι]] τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενθαρρύνω]], [[συντελώ]] στην [[ανάπτυξη]] («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>ὑποτρέφομαι</i><br />[[διατηρώ]], [[συντηρώ]] [[κρυφά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[κρυφά]] — Μέσ., [[ανατρέφω]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]] [[κρυφά]], σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά [[διαδοχή]], Λατ. subnasci, σε Πλάτ.
}}
}}