Anonymous

ὑποτρέφω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[κρυφά]] — Μέσ., [[ανατρέφω]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]] [[κρυφά]], σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά [[διαδοχή]], Λατ. subnasci, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑποτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[κρυφά]] — Μέσ., [[ανατρέφω]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]] [[κρυφά]], σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά [[διαδοχή]], Λατ. subnasci, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτρέφω:''' <b class="num">1)</b> постепенно взращивать (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.): τὴν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. воспитывать в себе отвагу;<br /><b class="num">2)</b> отращивать (τοὺς πώγωνας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> pass. впоследствии вырастать (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.).
}}
}}