Anonymous

ὕποχος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]].
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕποχος:''' -ον ([[ὑπέχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υποτελής]] σε κάποιον, [[υπήκοος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· <i>βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι</i>, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], υποκείμενος σε, [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] σε, <i>τινός</i>, σε Δημ.
}}
}}