Anonymous

ὕποχος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕποχος:''' -ον ([[ὑπέχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υποτελής]] σε κάποιον, [[υπήκοος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· <i>βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι</i>, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], υποκείμενος σε, [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] σε, <i>τινός</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ὕποχος:''' -ον ([[ὑπέχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υποτελής]] σε κάποιον, [[υπήκοος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· <i>βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι</i>, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], υποκείμενος σε, [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] σε, <i>τινός</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕποχος:''' <b class="num">1)</b> подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;<br /><b class="num">2)</b> повинный, виновный (τινος Dem.).
}}
}}