Anonymous

ὑπωπιάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ὑπώπιον]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στο [[πρόσωπο]] και, [[ιδίως]], [[κάτω]] από τα μάτια, [[μαυρίζω]] σε κάποιον το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]]<br />β) [[δαμάζω]] («ἀλλ' [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπωπιάζομαι</i><br />α) έχω μαυρισμένο [[μάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> πλήττομαι [[σφόδρα]] («[[δαιμονίως]] ὑπωπιασμέναι ἀπαξάπασαι αἱ πόλεις», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=Α [[ὑπώπιον]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στο [[πρόσωπο]] και, [[ιδίως]], [[κάτω]] από τα μάτια, [[μαυρίζω]] σε κάποιον το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]]<br />β) [[δαμάζω]] («ἀλλ' [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπωπιάζομαι</i><br />α) έχω μαυρισμένο [[μάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> πλήττομαι [[σφόδρα]] («[[δαιμονίως]] ὑπωπιασμέναι ἀπαξάπασαι αἱ πόλεις», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπωπιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μωλωπίζω]] κάποιον στο [[μάτι]] — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο [[μάτι]], <i>ὑπωπιασμένος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μελανιάζω]], [[μωλωπίζω]], [[νεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[βασανίζω]], στο ίδ.
}}
}}