Anonymous

ὑπωπιάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπωπιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μωλωπίζω]] κάποιον στο [[μάτι]] — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο [[μάτι]], <i>ὑπωπιασμένος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μελανιάζω]], [[μωλωπίζω]], [[νεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[βασανίζω]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὑπωπιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μωλωπίζω]] κάποιον στο [[μάτι]] — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο [[μάτι]], <i>ὑπωπιασμένος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μελανιάζω]], [[μωλωπίζω]], [[νεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[βασανίζω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπωπιάζω:''' <b class="num">1)</b> подбить глаз: ὑπωπιασμένος Arst. с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный;<br /><b class="num">2)</b> перен. мучить, докучать Luc.;<br /><b class="num">3)</b> NT v. l. = [[ὑποπιάζω]].
}}
}}