Anonymous

ὕω: Difference between revisions

From LSJ
1,434 bytes added ,  31 December 2018
6
(SL_2)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὕω</b> trans., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rain]] κείνοισι μὲν ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. [[Ζεύς]]) (O. 7.50)
|sltr=<b>ὕω</b> trans., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rain]] κείνοισι μὲν ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. [[Ζεύς]]) (O. 7.50)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕω:''' [ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ὗσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ὕσθην]], παρακ. <i>ὗσμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στέλνω]] [[βροχή]], [[βρέχω]], [[Ζεὺς]] ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὁ θεὸς ὕει</i>, σε Ηρόδ.· [[έπειτα]], η ονομ. παραλείπεται, το <i>ὕει</i>χρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. [[pluit]], βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>ὕοντος</i>, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· <i>ὕοντος πολλῷ</i>, [[καθώς]] έβρεχε [[πολύ]], καταρρακτωδώς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. τόπου, <i>ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην</i>, για [[εφτά]] χρόνια δεν έβρεξε στην [[Θήρα]], σε Ηρόδ.· απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ [[Θῆβαι]], βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε [[εκεί]], σε Ηρόδ.· <i>ἡχώρη ὕεται</i>, δηλ. βρέχει στη [[χώρα]], στον ιδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., <i>ὗσε χρυσόν</i>, έβρεξε [[χρυσάφι]], σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ [[Ζεὺς]] ὕει [[ὕδωρ]], σε Αριστοφ.
}}
}}