Anonymous

ὕω: Difference between revisions

From LSJ
1,456 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕω:''' [ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ὗσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ὕσθην]], παρακ. <i>ὗσμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στέλνω]] [[βροχή]], [[βρέχω]], [[Ζεὺς]] ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὁ θεὸς ὕει</i>, σε Ηρόδ.· [[έπειτα]], η ονομ. παραλείπεται, το <i>ὕει</i>χρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. [[pluit]], βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>ὕοντος</i>, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· <i>ὕοντος πολλῷ</i>, [[καθώς]] έβρεχε [[πολύ]], καταρρακτωδώς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. τόπου, <i>ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην</i>, για [[εφτά]] χρόνια δεν έβρεξε στην [[Θήρα]], σε Ηρόδ.· απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ [[Θῆβαι]], βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε [[εκεί]], σε Ηρόδ.· <i>ἡχώρη ὕεται</i>, δηλ. βρέχει στη [[χώρα]], στον ιδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., <i>ὗσε χρυσόν</i>, έβρεξε [[χρυσάφι]], σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ [[Ζεὺς]] ὕει [[ὕδωρ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὕω:''' [ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ὗσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ὕσθην]], παρακ. <i>ὗσμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στέλνω]] [[βροχή]], [[βρέχω]], [[Ζεὺς]] ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὁ θεὸς ὕει</i>, σε Ηρόδ.· [[έπειτα]], η ονομ. παραλείπεται, το <i>ὕει</i>χρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. [[pluit]], βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>ὕοντος</i>, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· <i>ὕοντος πολλῷ</i>, [[καθώς]] έβρεχε [[πολύ]], καταρρακτωδώς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. τόπου, <i>ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην</i>, για [[εφτά]] χρόνια δεν έβρεξε στην [[Θήρα]], σε Ηρόδ.· απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ [[Θῆβαι]], βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε [[εκεί]], σε Ηρόδ.· <i>ἡχώρη ὕεται</i>, δηλ. βρέχει στη [[χώρα]], στον ιδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., <i>ὗσε χρυσόν</i>, έβρεξε [[χρυσάφι]], σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ [[Ζεὺς]] ὕει [[ὕδωρ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> ниспосылать дождь: ὕε [[Ζεὺς]] [[συνεχές]] Hom. Зевс не переставал посылать дождь; νεφέλαι ὕουσι [[λεπτὸν]] [[ὥσπερ]] δρόσον Luc. облака испускают мелкий, словно росу, дождь; πολὺν ὕ. χρυσόν Pind. посылать золотой дождь; [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον Plut. дождевая вода, дождь;<br /><b class="num">2)</b> impers. (преимущ. о дожде) идти, лить: ὕει Hes., Her. идет дождь; οὐκ ὕει [[οὐδέν]] Her. совершенно нет дождя; ὕοντος πολλῷ Xen. под проливным дождем; λέγεται ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Her. рассказывают, что полил сильнейший дождь;<br /><b class="num">3)</b> орошать дождем (ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην Her.): ὕεται [[πᾶσα]] ἡ [[χώρη]] Her. вся страна орошается дождями; ὕσθη σταγόσιν αἵματος ἡ [[πόλις]] Plut. на город пролился кровавый дождь; [[λέων]], [[ὅστε]] εἶσιν ὑόμενος καὶ [[ἀήμενος]] Hom. лев, выходящий (на охоту) в дождь и в ветер.
}}
}}