3,274,246
edits
(44) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / φαῡλος, -αύλη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ<br />[[κακοήθης]], [[ανήθικος]], [[αχρείος]] (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φαύλος]] [[κύκλος]]» <br />α) <b>(λογ.)</b> <b>βλ.</b> [[κύκλος]]<br />β) <b>μτφ.</b> προβληματική [[κατάσταση]] που επαναλαμβάνεται [[χωρίς]] να βρεθεί [[λύση]], αδιέξοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στερείται φροντίδας ή αξίας<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[μικρός]], [[εύκολος]], [[απλός]] («οὐ... φαῡλον ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῡσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευτελής]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]] («οὐ ναυτικῆς καὶ φαύλης στρατιᾱς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αισχρός]], [[ελεεινός]], [[άθλιος]] («φαῡλος... [[ψόγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από ταπεινό [[γένος]] ή [[τάξη]] («[[γάμος]] ὁ μὲν ἐκ μειζόνων... ὁ δ' ἐκ φαυλοτέρων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[δύσμορφος]], [[άσχημος]] («οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανίκανος]], [[ανάξιος]] («φαῡλος [[διδάσκαλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ασθενής]], [[αδύνατος]]<br /><b>9.</b> [[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]], [[αδιάφορος]] («[[μηδείς]] με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω μηδ' ἡσυχαίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> (με καλή σημ.) [[αφελής]], [[αγαθός]], [[ανεπιτήδευτος]] («φαῡλον ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>11.</b> (σχετικά με [[υγεία]]) [[άρρωστος]] ή τραυματισμένος<br /><b>12.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «φαῡλον... Τεθείη, δ' ἄν καὶ ἐπὶ τοῡ μεγάλου»<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαῡλον</i><br />[[κακό]], [[δυστυχία]]<br /><b>14.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φαῡλα</i><br />α) [[δυστυχία]]<br />β) πονηρές, κακές πράξεις<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ φαῡλα νικᾱν» — [[επιτυγχάνω]] ασήμαντη [[νίκη]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «παρὰ φαῡλον τίθεσθαι» — [[θεωρώ]] ανάξιο λόγου, [[περιφρονώ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φαύλως]] ΝΜΑ, και <i>φαύλα</i> Ν<br />με φαύλο τρόπο, [[κακώς]], άθλια, ανήθικα, ελεεινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εύκολα («οὐκ ἄν [[φαύλως]] ἔτυχεν τούτου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> με μικρή, με ανάξια λόγου [[δύναμη]] («οὐ γάρ τι [[φαύλως]] ἦλθε Πολυνείκης χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> επιπόλαια, απερίσκεπτα («ὑμεῑς δὲ [[φαύλως]] αὔτ' [[ἄγαν]] ἐκρίνατε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χωρίς]] [[ακρίβεια]] ή [[χωρίς]] [[προσπάθεια]], [[πρόχειρα]], αυτοσχέδια («[[φαύλως]] καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> με [[απλότητα]], απλοϊκά, ανεπιτήδευτα («φαυλοτέρως ἂν πεπαιδευμένοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[φαύλως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[άρρωστος]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία έχει σχηματιστεί από το ίδιο [[θέμα]] <i>φλαυ</i>- με το επίθ. [[φλαῦρος]], αβέβαιης [[επίσης]] ετυμολ. (<b>βλ. λ.</b> [[φλαῦρος]]) με το [[επίθημα]] -<i>λος</i> που απαντά και σε άλλα επίθ. που δηλώνουν σωματικές ατέλειες ή έχουν γενικά μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>λός</i>, <i>στρεβ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>) και εμφανίζει αναβιβασμό του τόνου και ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>λ</i>-: [[φαῦλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>φλαυ</i>-<i>λος</i>. Κατά μία [[άποψη]], από τον ίδιο αρχικό τ. <i>φλαυ</i>-<i>λος</i> προήλθε και το επίθ. [[φλαῦρος]] με [[ανομοίωση]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τα δύο επίθ. αποτελούν ανεξάρτητους σχηματισμούς από το θ. <i>φλαν</i>- με διαφορετικά επιθήματα -<i>λος</i> και -<i>ρος</i>. Λιγότερο πιθανή θεωρείται η [[σύνδεση]] του [[φαῦλος]] με</i> το επίθ. <i>παῦ</i>-<i>ρος</i> «[[λίγος]], [[μικρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[παῦρος]]), μέσω μιας σημ. «αυτός που έχει κατώτερη [[ποιότητα]]» και με εκφραστικό δασύ <i>φ</i>-. Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το επίθ. [[φλαῦρος]] θεωρείται [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[παῦρος]] και [[φαῦλος]], δεν ερμηνεύεται, όμως, η [[παρουσία]] -<i>λ</i>- στον τ. Αρχική σημ. του επιθ. [[φαῦλος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «[[απλός]], [[ανεπιτήδευτος]]» από την οποία μπορεί να ερμηνευθεί τόσο η θετική σημ. του όσο και η [[χρήση]] του με διάφορες μειωτικές σημ.: «[[αφελής]]», «[[μικρός]], [[ευτελής]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]]» [[αλλά]] και «[[ανίκανος]], [[αδύναμος]]» και «[[πονηρός]], [[κακός]], [[μοχθηρός]], [[ελεεινός]]», με τις οποίες χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] το επίθ. (ανάλογη [[εξέλιξη]] «ἐπὶ κακῷ» μιας αρχικής σημ. «[[απλός]]» σε σημ. «[[απλοϊκός]], [[επιπόλαιος]]» παρατηρείται και στο επίθ. [[ἀφελής]])]. | |mltxt=-η, -ο / φαῡλος, -αύλη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ<br />[[κακοήθης]], [[ανήθικος]], [[αχρείος]] (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φαύλος]] [[κύκλος]]» <br />α) <b>(λογ.)</b> <b>βλ.</b> [[κύκλος]]<br />β) <b>μτφ.</b> προβληματική [[κατάσταση]] που επαναλαμβάνεται [[χωρίς]] να βρεθεί [[λύση]], αδιέξοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στερείται φροντίδας ή αξίας<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[μικρός]], [[εύκολος]], [[απλός]] («οὐ... φαῡλον ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῡσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευτελής]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]] («οὐ ναυτικῆς καὶ φαύλης στρατιᾱς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αισχρός]], [[ελεεινός]], [[άθλιος]] («φαῡλος... [[ψόγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από ταπεινό [[γένος]] ή [[τάξη]] («[[γάμος]] ὁ μὲν ἐκ μειζόνων... ὁ δ' ἐκ φαυλοτέρων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[δύσμορφος]], [[άσχημος]] («οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανίκανος]], [[ανάξιος]] («φαῡλος [[διδάσκαλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ασθενής]], [[αδύνατος]]<br /><b>9.</b> [[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]], [[αδιάφορος]] («[[μηδείς]] με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω μηδ' ἡσυχαίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> (με καλή σημ.) [[αφελής]], [[αγαθός]], [[ανεπιτήδευτος]] («φαῡλον ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>11.</b> (σχετικά με [[υγεία]]) [[άρρωστος]] ή τραυματισμένος<br /><b>12.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «φαῡλον... Τεθείη, δ' ἄν καὶ ἐπὶ τοῡ μεγάλου»<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαῡλον</i><br />[[κακό]], [[δυστυχία]]<br /><b>14.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φαῡλα</i><br />α) [[δυστυχία]]<br />β) πονηρές, κακές πράξεις<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ φαῡλα νικᾱν» — [[επιτυγχάνω]] ασήμαντη [[νίκη]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «παρὰ φαῡλον τίθεσθαι» — [[θεωρώ]] ανάξιο λόγου, [[περιφρονώ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φαύλως]] ΝΜΑ, και <i>φαύλα</i> Ν<br />με φαύλο τρόπο, [[κακώς]], άθλια, ανήθικα, ελεεινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εύκολα («οὐκ ἄν [[φαύλως]] ἔτυχεν τούτου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> με μικρή, με ανάξια λόγου [[δύναμη]] («οὐ γάρ τι [[φαύλως]] ἦλθε Πολυνείκης χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> επιπόλαια, απερίσκεπτα («ὑμεῑς δὲ [[φαύλως]] αὔτ' [[ἄγαν]] ἐκρίνατε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χωρίς]] [[ακρίβεια]] ή [[χωρίς]] [[προσπάθεια]], [[πρόχειρα]], αυτοσχέδια («[[φαύλως]] καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> με [[απλότητα]], απλοϊκά, ανεπιτήδευτα («φαυλοτέρως ἂν πεπαιδευμένοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[φαύλως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[άρρωστος]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία έχει σχηματιστεί από το ίδιο [[θέμα]] <i>φλαυ</i>- με το επίθ. [[φλαῦρος]], αβέβαιης [[επίσης]] ετυμολ. (<b>βλ. λ.</b> [[φλαῦρος]]) με το [[επίθημα]] -<i>λος</i> που απαντά και σε άλλα επίθ. που δηλώνουν σωματικές ατέλειες ή έχουν γενικά μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>λός</i>, <i>στρεβ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>) και εμφανίζει αναβιβασμό του τόνου και ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>λ</i>-: [[φαῦλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>φλαυ</i>-<i>λος</i>. Κατά μία [[άποψη]], από τον ίδιο αρχικό τ. <i>φλαυ</i>-<i>λος</i> προήλθε και το επίθ. [[φλαῦρος]] με [[ανομοίωση]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τα δύο επίθ. αποτελούν ανεξάρτητους σχηματισμούς από το θ. <i>φλαν</i>- με διαφορετικά επιθήματα -<i>λος</i> και -<i>ρος</i>. Λιγότερο πιθανή θεωρείται η [[σύνδεση]] του [[φαῦλος]] με</i> το επίθ. <i>παῦ</i>-<i>ρος</i> «[[λίγος]], [[μικρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[παῦρος]]), μέσω μιας σημ. «αυτός που έχει κατώτερη [[ποιότητα]]» και με εκφραστικό δασύ <i>φ</i>-. Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το επίθ. [[φλαῦρος]] θεωρείται [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[παῦρος]] και [[φαῦλος]], δεν ερμηνεύεται, όμως, η [[παρουσία]] -<i>λ</i>- στον τ. Αρχική σημ. του επιθ. [[φαῦλος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «[[απλός]], [[ανεπιτήδευτος]]» από την οποία μπορεί να ερμηνευθεί τόσο η θετική σημ. του όσο και η [[χρήση]] του με διάφορες μειωτικές σημ.: «[[αφελής]]», «[[μικρός]], [[ευτελής]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]]» [[αλλά]] και «[[ανίκανος]], [[αδύναμος]]» και «[[πονηρός]], [[κακός]], [[μοχθηρός]], [[ελεεινός]]», με τις οποίες χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] το επίθ. (ανάλογη [[εξέλιξη]] «ἐπὶ κακῷ» μιας αρχικής σημ. «[[απλός]]» σε σημ. «[[απλοϊκός]], [[επιπόλαιος]]» παρατηρείται και στο επίθ. [[ἀφελής]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φαῦλος:''' -η, -ον και -ος, -ον, όπως [[φλαῦρος]].<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[λεπτός]], [[ελαφρύς]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. [[φαύλως]] κρίνειν, [[εκτιμώ]] [[κάτι]] αψήφιστα ή λανθασμένα, σε Αισχύλ.· <i>φαύλ.ἀποδιδράσκειν</i>, απαλλάσσομαι με [[ευκολία]], σε Αριστοφ.· υπερθ. φαυλότατα καὶ [[ῥᾷστα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]], [[μικρός]], [[αξιολύπητος]], [[ανάξιος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>φαῦλα ἐπιφέρειν</i>, [[προσάπτω]] ασήμαντες κατηγορίες, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[οὔτι]] [[φαύλως]], όχι με ασήμαντη [[δύναμη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ταπεινός]] στο [[γένος]], [[κακός]], [[κοινός]], <i>οἱ φαυλότατοι</i>, του κοινότατου είδους (λέγεται για στρατιώτες), σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., [[φαῦλος]] μάχεσθαι, στον ίδ.· [[φαῦλος]] λέγειν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμέριμνος]], [[απερίσκεπτος]], [[αδιάφορος]], Λατ. [[securus]], σε Ευρ.· επίρρ., [[φαύλως]] εὕδειν, στον ίδ.· [[φαύλως]] λογίσασθαι, [[υπολογίζω]] [[πρόχειρα]], χονδρικά, σε Αριστοφ.· [[φαύλως]] [[εἰπεῖν]], Λατ. [[strictim]] dicere, [[χωρίς]] [[προσοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με θετική [[σημασία]], [[απλός]], [[ανεπιτήδευτος]], στον ίδ.· επίρρ. [[φαύλως]] παιδεύειν τινά, σε Ξεν. | |||
}} | }} |