Anonymous

ὑπότριμμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[ὑποτρίβω]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ ὑποτρίμματα</i><br />[[έδεσμα]], [[σάλτσα]] ή [[στόλισμα]] [[κυρίως]] για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη [[γεύση]] (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — [[σάλτσα]] ή [[σούπα]] από πράσινα χορταρικά<br />β) «βλέπων [[ὑπότριμμα]]»<br /><b>μτφ.</b> με [[βλέμμα]] αγριεμένο (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[ὑποτρίβω]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ ὑποτρίμματα</i><br />[[έδεσμα]], [[σάλτσα]] ή [[στόλισμα]] [[κυρίως]] για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη [[γεύση]] (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — [[σάλτσα]] ή [[σούπα]] από πράσινα χορταρικά<br />β) «βλέπων [[ὑπότριμμα]]»<br /><b>μτφ.</b> με [[βλέμμα]] αγριεμένο (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπότριμμα:''' -ατος, τό, [[φαγητό]] παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. [[moretum]], σε Κωμ.
}}
}}