3,277,243
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπότριμμα:''' -ατος, τό, [[φαγητό]] παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. [[moretum]], σε Κωμ. | |lsmtext='''ὑπότριμμα:''' -ατος, τό, [[φαγητό]] παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. [[moretum]], σε Κωμ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπότριμμα:''' ατος τό острая похлебка из тертых овощей Plut.: ὑ. βλέπειν Arph. иметь кислую мину. | |||
}} | }} |