Anonymous

ὑποστορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποστορῶ, <i>ao.</i> ὑπεστόρεσα;<br />étendre des tapis, des couvertures (<i>cf.</i> [[ὑποστρώννυμι]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στορέννυμι]].
|btext=<i>f.</i> ὑποστορῶ, <i>ao.</i> ὑπεστόρεσα;<br />étendre des tapis, des couvertures (<i>cf.</i> [[ὑποστρώννυμι]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στορέννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστορέννῡμι:''' ή καλύτερα -[[στόρνυμι]], επίσης [[στρώννυμι]] ή -ύω· μέλ. <i>-στορέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i>· επίσης <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έστρωσα</i>, παρακ. <i>ὑπέστρωκα</i>· Παθ., <i>ὑπέστρωμαι</i>· [[αλείφω]], [[απλώνω]], [[τοποθετώ]] ή [[στρώνω]] [[κάτω]] από· [[ιδίως]], λέγεται για κλινοσκεπάσματα, <i>δέμνια ὑποστορέσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι</i>, [[στρώνω]] το [[κρεβάτι]] για κάποιον, δηλ. τον υπηρετό ως [[σύζυγος]], σε Ευρ. — Παθ. <i>αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται</i>, σε Ξεν.· <i>ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται</i>, η οποία είχε ως [[υπόστρωμα]] χαλκό, παρ' Ηροδ.
}}
}}