3,277,121
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποστορέννῡμι:''' ή καλύτερα -[[στόρνυμι]], επίσης [[στρώννυμι]] ή -ύω· μέλ. <i>-στορέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i>· επίσης <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έστρωσα</i>, παρακ. <i>ὑπέστρωκα</i>· Παθ., <i>ὑπέστρωμαι</i>· [[αλείφω]], [[απλώνω]], [[τοποθετώ]] ή [[στρώνω]] [[κάτω]] από· [[ιδίως]], λέγεται για κλινοσκεπάσματα, <i>δέμνια ὑποστορέσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι</i>, [[στρώνω]] το [[κρεβάτι]] για κάποιον, δηλ. τον υπηρετό ως [[σύζυγος]], σε Ευρ. — Παθ. <i>αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται</i>, σε Ξεν.· <i>ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται</i>, η οποία είχε ως [[υπόστρωμα]] χαλκό, παρ' Ηροδ. | |lsmtext='''ὑποστορέννῡμι:''' ή καλύτερα -[[στόρνυμι]], επίσης [[στρώννυμι]] ή -ύω· μέλ. <i>-στορέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i>· επίσης <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έστρωσα</i>, παρακ. <i>ὑπέστρωκα</i>· Παθ., <i>ὑπέστρωμαι</i>· [[αλείφω]], [[απλώνω]], [[τοποθετώ]] ή [[στρώνω]] [[κάτω]] από· [[ιδίως]], λέγεται για κλινοσκεπάσματα, <i>δέμνια ὑποστορέσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι</i>, [[στρώνω]] το [[κρεβάτι]] για κάποιον, δηλ. τον υπηρετό ως [[σύζυγος]], σε Ευρ. — Παθ. <i>αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται</i>, σε Ξεν.· <i>ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται</i>, η οποία είχε ως [[υπόστρωμα]] χαλκό, παρ' Ηροδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποστορέννῡμι:''' и ὑποστόρνῡμι тж. med. подстилать (τὰς εὐνὰς [[μαλακῶς]] ὑποστόρνυσθαι Xen.): ὑποστορέσαι δέμνια Hom. приготовить постель; ὑποστορέσασθαι τῆς ὀριγάνου Arph. устроить подстилку из цветов душицы - см. тж. [[ὑποστρώννυμι]]. | |||
}} | }} |