Anonymous

ὑπτίασμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α [[ὑπτιάζω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) α) [[πτώμα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια [[στάση]] τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (<b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α [[ὑπτιάζω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) α) [[πτώμα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια [[στάση]] τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (<b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπτίασμα:''' -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], ξαπλωμένο [[ανάσκελα]], <i>ὑπτιάσματα χερῶν</i>, [[ικεσία]] που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, το [[σώμα]] του [[πατέρα]] του [[καθώς]] βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], στον ίδ.
}}
}}