3,273,249
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπτίασμα:''' -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], ξαπλωμένο [[ανάσκελα]], <i>ὑπτιάσματα χερῶν</i>, [[ικεσία]] που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, το [[σώμα]] του [[πατέρα]] του [[καθώς]] βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπτίασμα:''' -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], ξαπλωμένο [[ανάσκελα]], <i>ὑπτιάσματα χερῶν</i>, [[ικεσία]] που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, το [[σώμα]] του [[πατέρα]] του [[καθώς]] βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπτίασμα:''' ατος τό опрокинутость: ὑ. κειμένου πατρός Aesch. лежащее навзничь тело отца; ὑπτιάσμασιν χερῶν Aesch. с закинутыми (в знак мольбы) руками. | |||
}} | }} |