Anonymous

φάκελος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />χάρτινη [[θήκη]] για [[επιστολή]] ή για [[έγγραφο]], η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη [[υπόθεση]] («ο [[φάκελος]] της Κύπρου»)<br /><b>3.</b> το ιστορικό της πολιτικής, [[κυρίως]], δραστηριότητας ενός προσώπου, που υπάρχει στα αρχεία, [[ιδίως]] της αστυνομίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυδρομικός]] [[φάκελος]]» — το [[σύνολο]] τών επιστολών και αντικειμένων που αποστέλλονται από ένα [[ταχυδρομείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμίδα]], [[δεμάτι]] («φάκελοι ῥάβδων μεγάλοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>φάκ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πύ</i>-<i>ελος</i>, <i>σκόπ</i>-<i>ελος</i>) και ο τ. [[σφάκελος]] (ΙΙ), ο [[οποίος]] αποτελεί πιθανότατα διαφορετική γρφ. του [[φάκελος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σφάκελος]] [II]), θα μπορούσαν πιθ. να αναχθούν στο λατ. <i>fastis</i> «[[φάκελος]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[φασκίς]]) ως [[εξής]]: λατ. <i>fastis</i> &GT; <i>φασκ</i>-<i>ελος</i> &GT; [[σφάκελος]], με [[μετάθεση]] του -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φάσκον]]: [[σφάκος]], νεοελλ. [[φάσκελο]] <span style="color: red;"><</span> [[σφάκελος]] [ΙΙ]) &GT; [[φάκελος]] (για την ύπαρξη παρλλ. τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σφαιρωτήρ]]: [[φαιρωτήρ]], [[σπέλεθος]]: [[πέλεθος]], και τα νεοελλ. [[φαλάγγι]][[ον]]: [[σφαλάγγι]]). Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[διαφορά]] σημ. τών λ. [[φάκελος]] και [[σφάκελος]] (ΙΙ) «το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού», η οποία, όμως, παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, <b>πρβλ.</b> [[φάλαγξ]] «κυλινδρικό [[κομμάτι]] ξύλου, [[στέλεχος]]» και «καθένα από τα [[τρία]] επιμήκη οστά τών δακτύλων», [[σκυτάλη]] «ξύλινη [[ράβδος]], [[ρόπαλο]] από [[ξύλο]]» και [[σκυταλίς]] «[[φάλαγγα]] τών δακτύλων». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[φάκελος]] με τον τ. [[σφάκελος]] (Ι) «[[γάγγραινα]]», [[παρά]] την μορφολογική [[ομοιότητα]], δεν θεωρείται πιθανή. Ορθή γρφ. της λ. [[είναι]] ο τ. [[φάκελος]], ενώ η γρφ. <i>φάκελλος</i> [[πρέπει]] να θεωρηθεί εσφ., [[μολονότι]] εμφανίζεται [[συχνά]] στη Νέα Ελληνική].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[φάκελος]] τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὁ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φακιόλιον]], με παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[φάκελος]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />χάρτινη [[θήκη]] για [[επιστολή]] ή για [[έγγραφο]], η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη [[υπόθεση]] («ο [[φάκελος]] της Κύπρου»)<br /><b>3.</b> το ιστορικό της πολιτικής, [[κυρίως]], δραστηριότητας ενός προσώπου, που υπάρχει στα αρχεία, [[ιδίως]] της αστυνομίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυδρομικός]] [[φάκελος]]» — το [[σύνολο]] τών επιστολών και αντικειμένων που αποστέλλονται από ένα [[ταχυδρομείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμίδα]], [[δεμάτι]] («φάκελοι ῥάβδων μεγάλοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>φάκ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πύ</i>-<i>ελος</i>, <i>σκόπ</i>-<i>ελος</i>) και ο τ. [[σφάκελος]] (ΙΙ), ο [[οποίος]] αποτελεί πιθανότατα διαφορετική γρφ. του [[φάκελος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σφάκελος]] [II]), θα μπορούσαν πιθ. να αναχθούν στο λατ. <i>fastis</i> «[[φάκελος]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[φασκίς]]) ως [[εξής]]: λατ. <i>fastis</i> &GT; <i>φασκ</i>-<i>ελος</i> &GT; [[σφάκελος]], με [[μετάθεση]] του -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φάσκον]]: [[σφάκος]], νεοελλ. [[φάσκελο]] <span style="color: red;"><</span> [[σφάκελος]] [ΙΙ]) &GT; [[φάκελος]] (για την ύπαρξη παρλλ. τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σφαιρωτήρ]]: [[φαιρωτήρ]], [[σπέλεθος]]: [[πέλεθος]], και τα νεοελλ. [[φαλάγγι]][[ον]]: [[σφαλάγγι]]). Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[διαφορά]] σημ. τών λ. [[φάκελος]] και [[σφάκελος]] (ΙΙ) «το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού», η οποία, όμως, παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, <b>πρβλ.</b> [[φάλαγξ]] «κυλινδρικό [[κομμάτι]] ξύλου, [[στέλεχος]]» και «καθένα από τα [[τρία]] επιμήκη οστά τών δακτύλων», [[σκυτάλη]] «ξύλινη [[ράβδος]], [[ρόπαλο]] από [[ξύλο]]» και [[σκυταλίς]] «[[φάλαγγα]] τών δακτύλων». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[φάκελος]] με τον τ. [[σφάκελος]] (Ι) «[[γάγγραινα]]», [[παρά]] την μορφολογική [[ομοιότητα]], δεν θεωρείται πιθανή. Ορθή γρφ. της λ. [[είναι]] ο τ. [[φάκελος]], ενώ η γρφ. <i>φάκελλος</i> [[πρέπει]] να θεωρηθεί εσφ., [[μολονότι]] εμφανίζεται [[συχνά]] στη Νέα Ελληνική].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[φάκελος]] τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὁ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φακιόλιον]], με παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[φάκελος]] (Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φάκελος:''' [ᾰ], ὁ, [[δέσμη]], [[δέμα]], Λατ. [[fasciculus]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>ὕλης φάκελοι</i>, Λατ. fascines, σε Θουκ.
}}
}}