3,274,216
edits
(45) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φτάνω]] Ν, και [[φθάζω]] ΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) [[καταλήγω]] [[εκεί]] όπου κατευθύνομαι, [[έρχομαι]] [[κάπου]] (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο [[νησί]];» β. «[[μέχρι]] εδώ φτάνει η [[μυρουδιά]] τών λουλουδιών» γ. «φθάσε [[σήμερον]] γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ.<br />δ. «ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας», <b>Θουκ.</b><br />ε. «ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾱς ἡ [[βασιλεία]] τοῡ θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> εκτείνομαι ώς ένα [[σημείο]] (α. «τα μαλλιά της φτάνουν [[μέχρι]] τη [[μέση]] της» β. «Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνην εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] μτφ.) α) [[πραγματοποιώ]], [[πραγματώνω]] (α. «κόπιασε πολύ [[αλλά]] τελικά έφτασε στον στόχο του να γίνει [[πρωταθλητής]]» β. «ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι», <b>Γαλ.</b>)<br />β) (για πρόσ. και για πράγμ.) [[γίνομαι]] [[ισάξιος]], αναδεικνύομαι [[εφάμιλλος]] ως [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[μετά]] από πολύ [[διάβασμα]] τήν ἔφτασε στους βαθμούς» β. «κανένα [[συναίσθημα]] δεν μπορεί να φτάσει τη μητρική [[αγάπη]]» γ. «μηδεμία εἰκὼν φθάνει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]] να έλθω, [[είμαι]] [[κοντά]] («φτάνει το [[καλοκαίρι]]»)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («έφτασε σε τόσο [[μεγάλη]] [[αθλιότητα]] ώστε έκλεβε και τους ίδιους τους γονείς του»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατορθώνω]] να πλησιάσω κάποιον που προηγήθηκε από μένα, [[προκάνω]], [[προλαβαίνω]], [[προφθάνω]] («τον έφτασα όταν πια είχε φύγει»)<br /><b>3.</b> [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου να πιάσω [[κάτι]] που [[είναι]] [[ψηλά]] ή [[μακριά]] μου («φτάσε μου το [[βάζο]] με τη [[μαρμελάδα]] από το [[πάνω]] [[ράφι]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ([[κυρίως]] αμτβ.) α) [[εγγίζω]], [[κατακτώ]] έναν ορισμένο βαθμό ιεραρχίας («έφτασε στον βαθμό του διευθυντή»)<br />β) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]] («φτάνουν [[πέντε]] [[μέτρα]] ύφασμα για ένα [[φόρεμα]]»)<br /><b>5.</b> (το α' πρόσ. και το γ' πρόσ. εν. αορ.) <i>έφτασα</i> και <i>έφτασε</i><br />[[έρχομαι]], έρχεται [[αμέσως]] (α. «έλα 'δω να σού πω [[κάτι]]» —«έφτασα!» β. «[[φέρε]] μου έναν [[καφέ]]» —«ἔφτασε!»)<br /><b>6.</b> (το γ' εν. πρόσ. ως τριτοπρόσ.) <i>φτάνει</i><br />[[είναι]] αρκετό, αρκεί («φτάνει να του πεις [[συγνώμη]] και θα σέ συγχωρέσει»)<br /><b>7.</b> (το γ' εν. πρόσ. με σημ. επιφων.) <i>φτάνει!</i> αρκετά («φτάνει πια, δεν σέ [[αντέχω]] [[άλλο]]»)<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>φθασμένος</i> και [[φτασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[ενήλικος]]<br />β) ([[κυρίως]] μτφ.) αυτός που έχει φτάσει σε αξιοζήλευτη κοινωνική και επαγγελματική [[θέση]], πετυχημένος, διακεκριμένος («[[είναι]] [[φτασμένος]] [[φιλόλογος]]»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «έφτασε στην [[άκρη]] της προκοπής» — πρόκοψε [[πάρα]] πολύ<br />β) «έφτασε σε [[άκρο]] πλούτο» — έγινε [[πάμπλουτος]]<br />γ) «έφτασε σε τόση αδιαντροπιά» — έγινε [[τελείως]] [[αδιάντροπος]]<br />δ) «ώς [[εκεί]] φτάνει το [[μυαλό]] του» ή «ώς [[εκεί]] του φτάνει» — τόσες μόνον [[είναι]] οι πνευματικές του ικανότητες<br />ε) «έφτασε το [[μαχαίρι]] στο [[κόκαλο]]» και «έφτασε ο [[κόμπος]] στο [[χτένι]]» και «έφτασε στο μη [[περαιτέρω]]» και «έφτασε στο απροχώρητο» — το [[κακό]] προχώρησε τόσο ώστε να μην μπορεί [[κανείς]] να το υποφέρει, το [[κακό]] έχει υπερβεί πια τα όρια της υπομονής<br />στ) «λέει ό,τι φτάσει» — λέει ό,τι του 'ρχεται, λέει ανοησίες<br />ζ) «φτάνει μόνον να...» — αρκεί μόνον να...<br />η) «να μην φτάσει να...»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην αξιωθεί να...<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει [ή τά αφήνει] κρεμαστάρια» — <b>βλ.</b> [[κρεμαστάρι]]<br />β) «του χωριάτη [ή του τρελού] το [[σχοινί]] μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — <b>βλ.</b> [[περισσεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) <i>ὁ φθάνων</i> και <i>ὁ φθάσας</i>·ο [[πρότερος]], ο προηγούμενος ή ο [[προγενέστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. προσ. ή και με κατηγ. μτχ.) [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[πρώτος]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από έναν άλλον ή άλλους (α. «φθάσας δὲ ὁ Ἀθηναίων [[ἄγγελος]] τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετό μιν τοισίδε», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ [[Τηλέμαχος]] [[κατόπισθε]] βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απορρέω]], [[προκύπτω]] από... («ἀπὸ δὴ τούτων τὰ κακὰ... ἔφθασεν», Αθανάσ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[εφαρμόσιμος]] ή [[ισχύω]] («τὸ γὰρ <i>ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ</i>' <i>εἰκόνα καὶ καθ</i>' <i>ὁμοίωσιν ἡμετέραν</i> φθάνει ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔβαλε φθάμενος» — πρόλαβε να χτυπήσει πρωτύτερα (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν» — [[μόλις]] φτάσαμε στην Τροιζήνα αρρωστήσαμε <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) <b>(ερωτημ.)</b> «οὐκ ἂν φθάνοις» και «οὐκ ἂν φθάνοιτε» — δηλώνει [[ανυπομονησία]] ή [[βιασύνη]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φθάνον</i><br />ο [[πρότερος]] [[χρόνος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ φθάσαντα</i><br />αυτά που μνημονεύθηκαν [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Οι παρλλ. τ. [[ψαέναι]]<br /><i>φθάσαι</i>, [[ψατᾶσθαι]], <i>ψατῆσαι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθατέω]]) που εμφανίζουν αρκτικό <i>ψ</i>- [[αντί]] του συμπλέγματος <i>φθ</i>- θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>he</i><i>ә</i><sub>2</sub>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>- με αρκτικό δασύ ηχηρό χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθείρω]]), από την οποία σχηματίστηκε το ρ. με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>w</i>- / -<i>F</i>- της ρίζας, μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθα</i>-<i>ν</i>-<i>ευμι</i> / <i>φθα</i>-<i>νῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>-<i>eu</i>-) με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]] <i>φθανFω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθᾱνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονFος</i>> ιων. [[μοῦνος]], αττ. [[μόνος]]), όπως παρατηρείται και σε άλλα ρ. με [[επίθημα]] -<i>νFω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]). Ωστόσο, η [[ανάλυση]] αυτή παραμένει [[τελείως]] υποθετική, άρα και απρόσφορη, για την ετυμολόγηση του τ. από το θ. <i>φθᾱ</i>- του ρ. [[χωρίς]] το [[ένθημα]] -<i>ν</i>- του ενεστ. έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔφθᾱ</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>φθη</i>-<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔβην]], <i>ἔπτην</i>, <i>ἔφην</i>) και ο μέλλ. <i>φθήσομαι</i> (<b>πρβλ.</b> τα ζεύγη <i>ἔδην</i>: <i>βήσομαι</i>, <i>ἔστην</i>: <i>στήσομαι</i>), ενώ από το θ. <i>φθᾰ</i>- με συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] έχει σχηματιστεί η μτχ. <i>φθάμενος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτάμενος]], <i>φάμενος</i>). Ο νεοελλ. τ. [[φτάνω]] έχει προέλθει με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, <b>πρβλ.</b> [[φθηνός]]: [[φτηνός]]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[φτάνω]] Ν, και [[φθάζω]] ΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) [[καταλήγω]] [[εκεί]] όπου κατευθύνομαι, [[έρχομαι]] [[κάπου]] (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο [[νησί]];» β. «[[μέχρι]] εδώ φτάνει η [[μυρουδιά]] τών λουλουδιών» γ. «φθάσε [[σήμερον]] γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ.<br />δ. «ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας», <b>Θουκ.</b><br />ε. «ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾱς ἡ [[βασιλεία]] τοῡ θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> εκτείνομαι ώς ένα [[σημείο]] (α. «τα μαλλιά της φτάνουν [[μέχρι]] τη [[μέση]] της» β. «Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνην εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] μτφ.) α) [[πραγματοποιώ]], [[πραγματώνω]] (α. «κόπιασε πολύ [[αλλά]] τελικά έφτασε στον στόχο του να γίνει [[πρωταθλητής]]» β. «ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι», <b>Γαλ.</b>)<br />β) (για πρόσ. και για πράγμ.) [[γίνομαι]] [[ισάξιος]], αναδεικνύομαι [[εφάμιλλος]] ως [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[μετά]] από πολύ [[διάβασμα]] τήν ἔφτασε στους βαθμούς» β. «κανένα [[συναίσθημα]] δεν μπορεί να φτάσει τη μητρική [[αγάπη]]» γ. «μηδεμία εἰκὼν φθάνει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]] να έλθω, [[είμαι]] [[κοντά]] («φτάνει το [[καλοκαίρι]]»)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («έφτασε σε τόσο [[μεγάλη]] [[αθλιότητα]] ώστε έκλεβε και τους ίδιους τους γονείς του»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατορθώνω]] να πλησιάσω κάποιον που προηγήθηκε από μένα, [[προκάνω]], [[προλαβαίνω]], [[προφθάνω]] («τον έφτασα όταν πια είχε φύγει»)<br /><b>3.</b> [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου να πιάσω [[κάτι]] που [[είναι]] [[ψηλά]] ή [[μακριά]] μου («φτάσε μου το [[βάζο]] με τη [[μαρμελάδα]] από το [[πάνω]] [[ράφι]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ([[κυρίως]] αμτβ.) α) [[εγγίζω]], [[κατακτώ]] έναν ορισμένο βαθμό ιεραρχίας («έφτασε στον βαθμό του διευθυντή»)<br />β) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]] («φτάνουν [[πέντε]] [[μέτρα]] ύφασμα για ένα [[φόρεμα]]»)<br /><b>5.</b> (το α' πρόσ. και το γ' πρόσ. εν. αορ.) <i>έφτασα</i> και <i>έφτασε</i><br />[[έρχομαι]], έρχεται [[αμέσως]] (α. «έλα 'δω να σού πω [[κάτι]]» —«έφτασα!» β. «[[φέρε]] μου έναν [[καφέ]]» —«ἔφτασε!»)<br /><b>6.</b> (το γ' εν. πρόσ. ως τριτοπρόσ.) <i>φτάνει</i><br />[[είναι]] αρκετό, αρκεί («φτάνει να του πεις [[συγνώμη]] και θα σέ συγχωρέσει»)<br /><b>7.</b> (το γ' εν. πρόσ. με σημ. επιφων.) <i>φτάνει!</i> αρκετά («φτάνει πια, δεν σέ [[αντέχω]] [[άλλο]]»)<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>φθασμένος</i> και [[φτασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[ενήλικος]]<br />β) ([[κυρίως]] μτφ.) αυτός που έχει φτάσει σε αξιοζήλευτη κοινωνική και επαγγελματική [[θέση]], πετυχημένος, διακεκριμένος («[[είναι]] [[φτασμένος]] [[φιλόλογος]]»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «έφτασε στην [[άκρη]] της προκοπής» — πρόκοψε [[πάρα]] πολύ<br />β) «έφτασε σε [[άκρο]] πλούτο» — έγινε [[πάμπλουτος]]<br />γ) «έφτασε σε τόση αδιαντροπιά» — έγινε [[τελείως]] [[αδιάντροπος]]<br />δ) «ώς [[εκεί]] φτάνει το [[μυαλό]] του» ή «ώς [[εκεί]] του φτάνει» — τόσες μόνον [[είναι]] οι πνευματικές του ικανότητες<br />ε) «έφτασε το [[μαχαίρι]] στο [[κόκαλο]]» και «έφτασε ο [[κόμπος]] στο [[χτένι]]» και «έφτασε στο μη [[περαιτέρω]]» και «έφτασε στο απροχώρητο» — το [[κακό]] προχώρησε τόσο ώστε να μην μπορεί [[κανείς]] να το υποφέρει, το [[κακό]] έχει υπερβεί πια τα όρια της υπομονής<br />στ) «λέει ό,τι φτάσει» — λέει ό,τι του 'ρχεται, λέει ανοησίες<br />ζ) «φτάνει μόνον να...» — αρκεί μόνον να...<br />η) «να μην φτάσει να...»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην αξιωθεί να...<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει [ή τά αφήνει] κρεμαστάρια» — <b>βλ.</b> [[κρεμαστάρι]]<br />β) «του χωριάτη [ή του τρελού] το [[σχοινί]] μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — <b>βλ.</b> [[περισσεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) <i>ὁ φθάνων</i> και <i>ὁ φθάσας</i>·ο [[πρότερος]], ο προηγούμενος ή ο [[προγενέστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. προσ. ή και με κατηγ. μτχ.) [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[πρώτος]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από έναν άλλον ή άλλους (α. «φθάσας δὲ ὁ Ἀθηναίων [[ἄγγελος]] τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετό μιν τοισίδε», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ [[Τηλέμαχος]] [[κατόπισθε]] βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απορρέω]], [[προκύπτω]] από... («ἀπὸ δὴ τούτων τὰ κακὰ... ἔφθασεν», Αθανάσ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[εφαρμόσιμος]] ή [[ισχύω]] («τὸ γὰρ <i>ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ</i>' <i>εἰκόνα καὶ καθ</i>' <i>ὁμοίωσιν ἡμετέραν</i> φθάνει ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔβαλε φθάμενος» — πρόλαβε να χτυπήσει πρωτύτερα (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν» — [[μόλις]] φτάσαμε στην Τροιζήνα αρρωστήσαμε <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) <b>(ερωτημ.)</b> «οὐκ ἂν φθάνοις» και «οὐκ ἂν φθάνοιτε» — δηλώνει [[ανυπομονησία]] ή [[βιασύνη]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φθάνον</i><br />ο [[πρότερος]] [[χρόνος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ φθάσαντα</i><br />αυτά που μνημονεύθηκαν [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Οι παρλλ. τ. [[ψαέναι]]<br /><i>φθάσαι</i>, [[ψατᾶσθαι]], <i>ψατῆσαι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθατέω]]) που εμφανίζουν αρκτικό <i>ψ</i>- [[αντί]] του συμπλέγματος <i>φθ</i>- θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>he</i><i>ә</i><sub>2</sub>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>- με αρκτικό δασύ ηχηρό χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθείρω]]), από την οποία σχηματίστηκε το ρ. με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>w</i>- / -<i>F</i>- της ρίζας, μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθα</i>-<i>ν</i>-<i>ευμι</i> / <i>φθα</i>-<i>νῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>-<i>eu</i>-) με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]] <i>φθανFω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθᾱνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονFος</i>> ιων. [[μοῦνος]], αττ. [[μόνος]]), όπως παρατηρείται και σε άλλα ρ. με [[επίθημα]] -<i>νFω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]). Ωστόσο, η [[ανάλυση]] αυτή παραμένει [[τελείως]] υποθετική, άρα και απρόσφορη, για την ετυμολόγηση του τ. από το θ. <i>φθᾱ</i>- του ρ. [[χωρίς]] το [[ένθημα]] -<i>ν</i>- του ενεστ. έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔφθᾱ</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>φθη</i>-<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔβην]], <i>ἔπτην</i>, <i>ἔφην</i>) και ο μέλλ. <i>φθήσομαι</i> (<b>πρβλ.</b> τα ζεύγη <i>ἔδην</i>: <i>βήσομαι</i>, <i>ἔστην</i>: <i>στήσομαι</i>), ενώ από το θ. <i>φθᾰ</i>- με συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] έχει σχηματιστεί η μτχ. <i>φθάμενος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτάμενος]], <i>φάμενος</i>). Ο νεοελλ. τ. [[φτάνω]] έχει προέλθει με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, <b>πρβλ.</b> [[φθηνός]]: [[φτηνός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φθάνω:''' [ᾰ], μέλ. [[φθήσομαι]], επίσης [[φθάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔφθᾰσα</i>, Δωρ. <i>ἔφθαξα</i>· αόρ. βʹ [[ἔφθην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φθῆ</i>, γʹ πληθ. [[φθάν]]· υποτ. <i>φθῶ</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[φθήῃ]], <i>φθῇσιν</i>, Επικ. αʹ πληθ. [[φθέωμεν]], γʹ πληθ. <i>φθέωσιν</i>· γʹ ενικ. Επικ. ευκτ. <i>φθαίησι</i>, απαρ. [[φθῆναι]], μτχ. [[φθάς]]· Επικ. Μέσ. μτχ. [[φθάμενος]]· παρακ. <i>ἔφθᾰκα</i>· (<i>φθᾰνω</i> πάντα σε Αττ.· <i>φθᾱνω</i> [[δύο]] φορές σε Ομήρ. Ιλ.)· [[έρχομαι]] ή κάνω [[κάτι]] [[πρώτος]] ή [[πριν]] από τους άλλους.<br /><b class="num">I.</b> με αιτ. προσ., είμαι εκ των προτέρων, [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[προτρέχω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, <i>ἔφθησαν τὸν χειμῶνα</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., καταφθάνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[έρχομαι]] [[πρώτος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τοῦφθάσαντος</i>, [[αρπαγή]] ή [[λεία]] [[αυτού]] που έφτασε [[πρώτος]], σε Αισχύλ. — με πρόθ., [[έρχομαι]] ή [[φθάνω]] [[πρώτος]], <i>ἐς τὸν Ἑλλήσποντον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ενέργεια]] κατά την οποία [[κάποιος]] προλαβαίνει κάποιον [[άλλο]] δηλώνεται με τη μτχ. που συμφωνεί με το υποκ., (<i>Ἄτη</i>) <i>φθάνει βλάπτουσα</i>, εκ των προτέρων δημιουργεί [[κακό]], σε Ομήρ. Ιλ.· φθῆ μιν [[Τηλέμαχος]] βαλών, ο [[Τηλέμαχος]] πρόλαβε [[πρώτος]] και τον χτύπησε, σε Ομήρ. Οδ.· στη [[μετάφραση]] η μτχ. [[συχνά]] γίνεται το [[κυρίως]] [[ρήμα]] και το <i>φθάνειν</i> ερμηνεύεται με επίρρ.: γρηγορότερα, [[νωρίτερα]], [[πρώτα]], από [[πριν]], εκ των προτέρων· <i>ἔφθησαν ἀπικόμενοι</i>, έφτασαν πρώτοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, με Παθ. μτχ. [[εἴ κε]] [[φθήῃ]] τυπείς, ίσως τραυματιστεί [[πρώτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[φθάνω]] εὐεργετῶν, είμαι ο [[πρώτος]] που δείχνει [[καλοσύνη]], σε Ξεν.· αυτές οι προτάσεις είναι συγκρ. στη [[σημασία]], και πολλές φορές ακολουθ. από μια γεν., <i>φθὰν ἱππήων κοσμηθέντες</i>, είχαν συγκεντρωθεί [[πριν]] από τους ιππείς, σε Ομήρ. Ιλ.· ή από [[πρίν]]..., <i>πρὶν ἤ..</i>., <i>ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι</i>, στο ίδ.· <i>ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ..</i>., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μτχ. <i>φθὰς</i> ή <i>φθάσας</i>, Επικ. [[φθάμενος]], χρησιμ. ως επίρρ., ὅς μ' ἔβαλε [[φθάμενος]], αντί του <i>ὅς μ' ἔφθη βαλών</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ [[ἄλλος]] φθὰς [[ἐμεῦ]] [[κατήγορος]] [[ἔσται]], [[κανένας]] [[άλλος]] δεν θα είναι [[κατήγορος]] [[πριν]] από μένα, σε Ηρόδ.· <i>ἀνέῳξάς με φθάσας</i>, άνοιξες την πόρτα [[πριν]] από μένα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] με απαρ., όπως το Λατ. [[occupo]], [[μόλις]] φθάνει θρόνοισι ἐμπεσοῦσα μὴ [[χαμαὶ]] [[πεσεῖν]], πέφτοντας πάνω στην [[καρέκλα]], [[μόλις]] που απέφυγε να πέσει [[κάτω]], σε Ευρ.· φθάνει [[ἐλθεῖν]], έρχεται [[πρώτος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b>1. [[φθάνω]] με <i>οὐ</i> και μτχ. ακολουθ. από [[καί]], όπως Λατ. [[simul]] ac, δηλώνει [[δύο]] πράξεις από τις οποίες η [[μία]] ακολουθεί [[αμέσως]] [[μετά]] την [[άλλη]], <i>οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καὶ ὁρμᾶν</i>, δεν πρέπει να αποκτήσεις γένια γρηγορότερα από την [[εποχή]] που μπορείς να βγεις στον πόλεμο, σε Αριστοφ.· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ [[ἀτυχία]] καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν, [[μόλις]] είχε πέσει πάνω μου η [[συμφορά]] όταν επιχείρησαν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οὐκ ἂν φθάνοις</i>, <i>οὐκ ἂν φθάνοιτε</i>, με μτχ. ενεστ., δηλώνει [[ανυπομονησία]], <i>οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι</i>, δεν μπορείτε να είστε πιο γρήγοροι στην [[απομάκρυνση]], δηλ. βιαστείτε και απομακρυνθείτε, σε Ηρόδ.· οὐκ ἂν φθάνοιτον [[τοῦτο]] πράττοντε, σε Αριστοφ.· <i>οὐκ ἂν φθάνοις λέγων</i>, σε Πλάτ.· ομοίως η μτχ. <i>φθάσας</i> χρησιμοποιείται με προστ., <i>λέγε φθάσας</i>, μίλα [[γρήγορα]], <i>τρέχε φθάσας</i>, κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε απαντήσεις, <i>οὐκ ἂν φθάνοιμι</i>, δεν θα μπορούσα να είμαι πιο γρήγορος, δηλ. θα αρχίσω [[αμέσως]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |