Anonymous

φθάνω: Difference between revisions

From LSJ
3,145 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φθάνω:''' [ᾰ], μέλ. [[φθήσομαι]], επίσης [[φθάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔφθᾰσα</i>, Δωρ. <i>ἔφθαξα</i>· αόρ. βʹ [[ἔφθην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φθῆ</i>, γʹ πληθ. [[φθάν]]· υποτ. <i>φθῶ</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[φθήῃ]], <i>φθῇσιν</i>, Επικ. αʹ πληθ. [[φθέωμεν]], γʹ πληθ. <i>φθέωσιν</i>· γʹ ενικ. Επικ. ευκτ. <i>φθαίησι</i>, απαρ. [[φθῆναι]], μτχ. [[φθάς]]· Επικ. Μέσ. μτχ. [[φθάμενος]]· παρακ. <i>ἔφθᾰκα</i>· (<i>φθᾰνω</i> πάντα σε Αττ.· <i>φθᾱνω</i> [[δύο]] φορές σε Ομήρ. Ιλ.)· [[έρχομαι]] ή κάνω [[κάτι]] [[πρώτος]] ή [[πριν]] από τους άλλους.<br /><b class="num">I.</b> με αιτ. προσ., είμαι εκ των προτέρων, [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[προτρέχω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, <i>ἔφθησαν τὸν χειμῶνα</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., καταφθάνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[έρχομαι]] [[πρώτος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τοῦφθάσαντος</i>, [[αρπαγή]] ή [[λεία]] [[αυτού]] που έφτασε [[πρώτος]], σε Αισχύλ. — με πρόθ., [[έρχομαι]] ή [[φθάνω]] [[πρώτος]], <i>ἐς τὸν Ἑλλήσποντον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ενέργεια]] κατά την οποία [[κάποιος]] προλαβαίνει κάποιον [[άλλο]] δηλώνεται με τη μτχ. που συμφωνεί με το υποκ., (<i>Ἄτη</i>) <i>φθάνει βλάπτουσα</i>, εκ των προτέρων δημιουργεί [[κακό]], σε Ομήρ. Ιλ.· φθῆ μιν [[Τηλέμαχος]] βαλών, ο [[Τηλέμαχος]] πρόλαβε [[πρώτος]] και τον χτύπησε, σε Ομήρ. Οδ.· στη [[μετάφραση]] η μτχ. [[συχνά]] γίνεται το [[κυρίως]] [[ρήμα]] και το <i>φθάνειν</i> ερμηνεύεται με επίρρ.: γρηγορότερα, [[νωρίτερα]], [[πρώτα]], από [[πριν]], εκ των προτέρων· <i>ἔφθησαν ἀπικόμενοι</i>, έφτασαν πρώτοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, με Παθ. μτχ. [[εἴ κε]] [[φθήῃ]] τυπείς, ίσως τραυματιστεί [[πρώτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[φθάνω]] εὐεργετῶν, είμαι ο [[πρώτος]] που δείχνει [[καλοσύνη]], σε Ξεν.· αυτές οι προτάσεις είναι συγκρ. στη [[σημασία]], και πολλές φορές ακολουθ. από μια γεν., <i>φθὰν ἱππήων κοσμηθέντες</i>, είχαν συγκεντρωθεί [[πριν]] από τους ιππείς, σε Ομήρ. Ιλ.· ή από [[πρίν]]..., <i>πρὶν ἤ..</i>., <i>ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι</i>, στο ίδ.· <i>ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ..</i>., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μτχ. <i>φθὰς</i> ή <i>φθάσας</i>, Επικ. [[φθάμενος]], χρησιμ. ως επίρρ., ὅς μ' ἔβαλε [[φθάμενος]], αντί του <i>ὅς μ' ἔφθη βαλών</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ [[ἄλλος]] φθὰς [[ἐμεῦ]] [[κατήγορος]] [[ἔσται]], [[κανένας]] [[άλλος]] δεν θα είναι [[κατήγορος]] [[πριν]] από μένα, σε Ηρόδ.· <i>ἀνέῳξάς με φθάσας</i>, άνοιξες την πόρτα [[πριν]] από μένα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] με απαρ., όπως το Λατ. [[occupo]], [[μόλις]] φθάνει θρόνοισι ἐμπεσοῦσα μὴ [[χαμαὶ]] [[πεσεῖν]], πέφτοντας πάνω στην [[καρέκλα]], [[μόλις]] που απέφυγε να πέσει [[κάτω]], σε Ευρ.· φθάνει [[ἐλθεῖν]], έρχεται [[πρώτος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b>1. [[φθάνω]] με <i>οὐ</i> και μτχ. ακολουθ. από [[καί]], όπως Λατ. [[simul]] ac, δηλώνει [[δύο]] πράξεις από τις οποίες η [[μία]] ακολουθεί [[αμέσως]] [[μετά]] την [[άλλη]], <i>οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καὶ ὁρμᾶν</i>, δεν πρέπει να αποκτήσεις γένια γρηγορότερα από την [[εποχή]] που μπορείς να βγεις στον πόλεμο, σε Αριστοφ.· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ [[ἀτυχία]] καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν, [[μόλις]] είχε πέσει πάνω μου η [[συμφορά]] όταν επιχείρησαν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οὐκ ἂν φθάνοις</i>, <i>οὐκ ἂν φθάνοιτε</i>, με μτχ. ενεστ., δηλώνει [[ανυπομονησία]], <i>οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι</i>, δεν μπορείτε να είστε πιο γρήγοροι στην [[απομάκρυνση]], δηλ. βιαστείτε και απομακρυνθείτε, σε Ηρόδ.· οὐκ ἂν φθάνοιτον [[τοῦτο]] πράττοντε, σε Αριστοφ.· <i>οὐκ ἂν φθάνοις λέγων</i>, σε Πλάτ.· ομοίως η μτχ. <i>φθάσας</i> χρησιμοποιείται με προστ., <i>λέγε φθάσας</i>, μίλα [[γρήγορα]], <i>τρέχε φθάσας</i>, κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε απαντήσεις, <i>οὐκ ἂν φθάνοιμι</i>, δεν θα μπορούσα να είμαι πιο γρήγορος, δηλ. θα αρχίσω [[αμέσως]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φθάνω:''' [ᾰ], μέλ. [[φθήσομαι]], επίσης [[φθάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔφθᾰσα</i>, Δωρ. <i>ἔφθαξα</i>· αόρ. βʹ [[ἔφθην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φθῆ</i>, γʹ πληθ. [[φθάν]]· υποτ. <i>φθῶ</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[φθήῃ]], <i>φθῇσιν</i>, Επικ. αʹ πληθ. [[φθέωμεν]], γʹ πληθ. <i>φθέωσιν</i>· γʹ ενικ. Επικ. ευκτ. <i>φθαίησι</i>, απαρ. [[φθῆναι]], μτχ. [[φθάς]]· Επικ. Μέσ. μτχ. [[φθάμενος]]· παρακ. <i>ἔφθᾰκα</i>· (<i>φθᾰνω</i> πάντα σε Αττ.· <i>φθᾱνω</i> [[δύο]] φορές σε Ομήρ. Ιλ.)· [[έρχομαι]] ή κάνω [[κάτι]] [[πρώτος]] ή [[πριν]] από τους άλλους.<br /><b class="num">I.</b> με αιτ. προσ., είμαι εκ των προτέρων, [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[προτρέχω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, <i>ἔφθησαν τὸν χειμῶνα</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., καταφθάνομαι, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[έρχομαι]] [[πρώτος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τοῦφθάσαντος</i>, [[αρπαγή]] ή [[λεία]] [[αυτού]] που έφτασε [[πρώτος]], σε Αισχύλ. — με πρόθ., [[έρχομαι]] ή [[φθάνω]] [[πρώτος]], <i>ἐς τὸν Ἑλλήσποντον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ενέργεια]] κατά την οποία [[κάποιος]] προλαβαίνει κάποιον [[άλλο]] δηλώνεται με τη μτχ. που συμφωνεί με το υποκ., (<i>Ἄτη</i>) <i>φθάνει βλάπτουσα</i>, εκ των προτέρων δημιουργεί [[κακό]], σε Ομήρ. Ιλ.· φθῆ μιν [[Τηλέμαχος]] βαλών, ο [[Τηλέμαχος]] πρόλαβε [[πρώτος]] και τον χτύπησε, σε Ομήρ. Οδ.· στη [[μετάφραση]] η μτχ. [[συχνά]] γίνεται το [[κυρίως]] [[ρήμα]] και το <i>φθάνειν</i> ερμηνεύεται με επίρρ.: γρηγορότερα, [[νωρίτερα]], [[πρώτα]], από [[πριν]], εκ των προτέρων· <i>ἔφθησαν ἀπικόμενοι</i>, έφτασαν πρώτοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, με Παθ. μτχ. [[εἴ κε]] [[φθήῃ]] τυπείς, ίσως τραυματιστεί [[πρώτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[φθάνω]] εὐεργετῶν, είμαι ο [[πρώτος]] που δείχνει [[καλοσύνη]], σε Ξεν.· αυτές οι προτάσεις είναι συγκρ. στη [[σημασία]], και πολλές φορές ακολουθ. από μια γεν., <i>φθὰν ἱππήων κοσμηθέντες</i>, είχαν συγκεντρωθεί [[πριν]] από τους ιππείς, σε Ομήρ. Ιλ.· ή από [[πρίν]]..., <i>πρὶν ἤ..</i>., <i>ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι</i>, στο ίδ.· <i>ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ..</i>., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μτχ. <i>φθὰς</i> ή <i>φθάσας</i>, Επικ. [[φθάμενος]], χρησιμ. ως επίρρ., ὅς μ' ἔβαλε [[φθάμενος]], αντί του <i>ὅς μ' ἔφθη βαλών</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ [[ἄλλος]] φθὰς [[ἐμεῦ]] [[κατήγορος]] [[ἔσται]], [[κανένας]] [[άλλος]] δεν θα είναι [[κατήγορος]] [[πριν]] από μένα, σε Ηρόδ.· <i>ἀνέῳξάς με φθάσας</i>, άνοιξες την πόρτα [[πριν]] από μένα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] με απαρ., όπως το Λατ. [[occupo]], [[μόλις]] φθάνει θρόνοισι ἐμπεσοῦσα μὴ [[χαμαὶ]] [[πεσεῖν]], πέφτοντας πάνω στην [[καρέκλα]], [[μόλις]] που απέφυγε να πέσει [[κάτω]], σε Ευρ.· φθάνει [[ἐλθεῖν]], έρχεται [[πρώτος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b>1. [[φθάνω]] με <i>οὐ</i> και μτχ. ακολουθ. από [[καί]], όπως Λατ. [[simul]] ac, δηλώνει [[δύο]] πράξεις από τις οποίες η [[μία]] ακολουθεί [[αμέσως]] [[μετά]] την [[άλλη]], <i>οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καὶ ὁρμᾶν</i>, δεν πρέπει να αποκτήσεις γένια γρηγορότερα από την [[εποχή]] που μπορείς να βγεις στον πόλεμο, σε Αριστοφ.· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ [[ἀτυχία]] καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν, [[μόλις]] είχε πέσει πάνω μου η [[συμφορά]] όταν επιχείρησαν, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οὐκ ἂν φθάνοις</i>, <i>οὐκ ἂν φθάνοιτε</i>, με μτχ. ενεστ., δηλώνει [[ανυπομονησία]], <i>οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι</i>, δεν μπορείτε να είστε πιο γρήγοροι στην [[απομάκρυνση]], δηλ. βιαστείτε και απομακρυνθείτε, σε Ηρόδ.· οὐκ ἂν φθάνοιτον [[τοῦτο]] πράττοντε, σε Αριστοφ.· <i>οὐκ ἂν φθάνοις λέγων</i>, σε Πλάτ.· ομοίως η μτχ. <i>φθάσας</i> χρησιμοποιείται με προστ., <i>λέγε φθάσας</i>, μίλα [[γρήγορα]], <i>τρέχε φθάσας</i>, κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε απαντήσεις, <i>οὐκ ἂν φθάνοιμι</i>, δεν θα μπορούσα να είμαι πιο γρήγορος, δηλ. θα αρχίσω [[αμέσως]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φθάνω:''' (fut. [[φθήσομαι]] и [[φθάσω]], aor. ἔφθᾰσα - дор. ἔφθαξα или ἔφθασσα, aor. 2 [[ἔφθην]], conjct. φθῶ, opt. φθαίην, inf. [[φθῆναι]], part. [[φθάς]], pf. ἔφθᾰκα) редко med. поспевать раньше, приходить первым, упреждать, опережать: ὁ φθάσας Aesch. прибывший первым; μ᾽ ἔβαλε [[φθάμενος]] Hom. он первый ударил меня; ἔσπευδεν [[ἕκαστος]] βουλόμενος φθάσαι [[πρῶτος]] Xen. каждый торопился, желая пройти первым; κἂν φθάσωμεν, [[ἔστι]] σοι [[σωτηρία]] Eur. и если мы поспеем раньше (т. е. придем раньше Тиресия), ты спасен; ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐσπλεύσας Thuc. торопясь, чтобы (противник) не приплыл раньше; ἡ [[ναῦς]] φθάσασα Thuc. забежавший вперед корабль; ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς φίλους εὐεργετῶν Xen. тот, кто первый подоспеет друзьям на помощь; ἔφθη ὑπὸ τῶν πολεμίων κατακωλυθείς Her. противники отрезали ему путь (к отступлению); εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσοι Xen. если кто-л. раньше не подорвет их силу; οὐκ [[ἄλλος]] φθὰς [[ἐμεῦ]] [[κατήγορος]] [[ἔσται]] Her. никто не выступит обвинителем раньше, чем я; с οὐ и последующим [[καί]] или καὶ [[εὐθύς]] выражает немедленность следующего действия или состояния: [[πρῶτον]] οὐκ ἔφθασαν ἀλλήλοις πλησιάσαντες καὶ … Isocr. как только они сблизились, так (сейчас же) …; οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆν᾽ ἐλθόντες Isocr. не (или едва только) успели мы прибыть в Трезен; οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν [[καί]] … Eur. как только первый пушок осенит (ваши) щеки …; с οὐκ ἄν в opt. выражает нетерпение или поспешность: οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Xen. не скажешь ли раньше, т. е. скажи-ка поскорее; [[κελεύω]] λέγειν. - Οὐκ ἂν φθάνοιμι Plat. прошу говорить. - Сию минуту скажу; οὐκ ἂν φθάνοις περαίνων Plat. да заканчивай же быстрее; οὐκ ἂν φθάνοιτ᾽ ἀκολουθοῦντες Xen. сейчас же следуйте за мной; οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος Dem. не миновать ему скорой гибели.
}}
}}