3,258,334
edits
(44) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)]. | |mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φᾰγεῖν:''' απαρ. του [[ἔφαγον]], [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἐσθίω]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], φαγέμεν καὶ [[πιέμεν]], σε Ομήρ. Οδ.· [[φαγεῖν]] τε καὶ [[πιεῖν]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., [[τρώω]] [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], [[σπαταλώ]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ. εμφανίζεται [[ένας]] μέλ. [[φάγομαι]], βʹ ενικ. <i>φάγεσαι</i>. | |||
}} | }} |