Anonymous

φορτίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -[[ίδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).
|mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -[[ίδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[φόρτος]]), [[φορτώνω]], σε Βάβρ.· [[φορτίον]] [[φορτίζω]] τινά, [[γεμίζω]] με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., <i>τὰμείονα φορτίζεσθαι</i>, [[βάζω]] στο [[πλοίο]] το μικρότερο [[μέρος]] της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι [[βαρέα]] φορτία, μτχ. παρακ. [[πεφορτισμένος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
}}