3,273,404
edits
(45) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -[[ίδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ). | |mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -[[ίδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φορτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[φόρτος]]), [[φορτώνω]], σε Βάβρ.· [[φορτίον]] [[φορτίζω]] τινά, [[γεμίζω]] με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., <i>τὰμείονα φορτίζεσθαι</i>, [[βάζω]] στο [[πλοίο]] το μικρότερο [[μέρος]] της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι [[βαρέα]] φορτία, μτχ. παρακ. [[πεφορτισμένος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | |||
}} | }} |