Anonymous

φορτίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[φόρτος]]), [[φορτώνω]], σε Βάβρ.· [[φορτίον]] [[φορτίζω]] τινά, [[γεμίζω]] με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., <i>τὰμείονα φορτίζεσθαι</i>, [[βάζω]] στο [[πλοίο]] το μικρότερο [[μέρος]] της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι [[βαρέα]] φορτία, μτχ. παρακ. [[πεφορτισμένος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
|lsmtext='''φορτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[φόρτος]]), [[φορτώνω]], σε Βάβρ.· [[φορτίον]] [[φορτίζω]] τινά, [[γεμίζω]] με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., <i>τὰμείονα φορτίζεσθαι</i>, [[βάζω]] στο [[πλοίο]] το μικρότερο [[μέρος]] της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι [[βαρέα]] φορτία, μτχ. παρακ. [[πεφορτισμένος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορτίζω:''' <b class="num">1)</b> нагружать, навьючивать (τὸν ὄνον Babr.): [[πεφορτισμένος]] Luc. нагруженный до отказа;<br /><b class="num">2)</b> погружать (ἐφ᾽ ὁλκάδα τι Anth.): τὰ μείονα φορτίζεσθαι Hes. погружать (на корабли) меньшую часть (своего имущества);<br /><b class="num">3)</b> обременять (οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι NT).
}}
}}