3,274,919
edits
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φλογερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει [[φλόγα]], που καίει, [[καυτερός]] (α. «φλογερό [[καμίνι]]» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[συναίσθημα]]) πολύ [[έντονος]], [[παράφορος]] (α. «[[φλογερός]] [[έρωτας]]» β. «[[φλογερός]] [[πατριωτισμός]]» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς [[μένος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φλόγας, [[ερυθρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] ή φως («φλογερὸν [[ἄστρον]]», Ανακρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φλογερώς]] και <i>φλογερά</i> Ν<br /><b>1.</b> με φλογερό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπαθώς]], διακαώς («αγαπάει φλογερά τη [[μνηστή]] του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[φλογερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει [[φλόγα]], που καίει, [[καυτερός]] (α. «φλογερό [[καμίνι]]» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[συναίσθημα]]) πολύ [[έντονος]], [[παράφορος]] (α. «[[φλογερός]] [[έρωτας]]» β. «[[φλογερός]] [[πατριωτισμός]]» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς [[μένος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φλόγας, [[ερυθρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] ή φως («φλογερὸν [[ἄστρον]]», Ανακρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φλογερώς]] και <i>φλογερά</i> Ν<br /><b>1.</b> με φλογερό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπαθώς]], διακαώς («αγαπάει φλογερά τη [[μνηστή]] του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φλογερός:''' -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, [[φλογερός]], [[κόκκινος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |