Anonymous

φροντίς: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φροντίδα]].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φροντίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φροντίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[φρονέω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[φροντίδα]], [[μέριμνα]], [[προσοχή]] που εναποτίθεται σε κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με γεν., <i>φροντίσ' ἔχειν τινός</i>, σε Ευρ.· ἐν φροντίδι [[εἶναι]] [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[σκέψη]], [[μέριμνα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο</i> (τὸ [[πρῆγμα]]), σε Ηρόδ.· <i>ἐμβῆσαί τινα ἐς [[φροντίδα]]</i>, [[βάζω]] σε κάποιον μια [[σκέψη]], στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., σκέψεις, <i>αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]], σε Αισχύλ.· <i>οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ</i>, [[καμιά]] [[μέριμνα]] για τον Ιπποκλείδη, σε Ηρόδ.
}}
}}