Anonymous

φορμός: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> πλεκτό [[σκεύος]], κατάλληλο [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] σιτηρών<br /><b>2.</b> πλεκτό [[κάλυμμα]] ή [[στρώμα]], [[ψάθα]]<br /><b>3.</b> [[ναυτικό]] [[ένδυμα]] από χοντρό πλεκτό ύφασμα<br /><b>4.</b> [[μονάδα]] μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη [[σχεδόν]] με τον μέδιμνο<br /><b>5.</b> [[δέσμη]] ξύλων, [[δεμάτι]]<br /><b>6.</b> [[κόσκινο]], [[κρησάρα]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς» — δηλώνει ότι [[αληθινός]] [[φίλος]] [[είναι]] [[εκείνος]] που δίνει [[βοήθεια]] στην πιο κρίσιμη [[στιγμή]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φορμός]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί παρ. του ρ. [[φέρω]] και έχει αρχική σημ. «[[καλάθι]] για μεταφορές γεννημάτων», η οποία στη [[συνέχεια]] επεκτάθηκε, με [[αποτέλεσμα]] η λ. [[φορμός]] να χρησιμοποιηθεί για τη [[δήλωση]] διαφόρων πλεκτών, ψάθινων αντικειμένων. Ανάλογη [[προέλευση]] έχουν και οι συγγενείς σημασιολογικά τ. [[τάλαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>tela</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]», <b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]]) και [[φέρνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[φερνή]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η [[σύνδεση]] της λ. [[φορμός]] με τους τ. [[φάραι]] <i>ὑφαίνειν</i>, <i>πλέκειν</i> και [[φᾶρος]] «ύφασμα» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> πλεκτό [[σκεύος]], κατάλληλο [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] σιτηρών<br /><b>2.</b> πλεκτό [[κάλυμμα]] ή [[στρώμα]], [[ψάθα]]<br /><b>3.</b> [[ναυτικό]] [[ένδυμα]] από χοντρό πλεκτό ύφασμα<br /><b>4.</b> [[μονάδα]] μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη [[σχεδόν]] με τον μέδιμνο<br /><b>5.</b> [[δέσμη]] ξύλων, [[δεμάτι]]<br /><b>6.</b> [[κόσκινο]], [[κρησάρα]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς» — δηλώνει ότι [[αληθινός]] [[φίλος]] [[είναι]] [[εκείνος]] που δίνει [[βοήθεια]] στην πιο κρίσιμη [[στιγμή]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φορμός]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί παρ. του ρ. [[φέρω]] και έχει αρχική σημ. «[[καλάθι]] για μεταφορές γεννημάτων», η οποία στη [[συνέχεια]] επεκτάθηκε, με [[αποτέλεσμα]] η λ. [[φορμός]] να χρησιμοποιηθεί για τη [[δήλωση]] διαφόρων πλεκτών, ψάθινων αντικειμένων. Ανάλογη [[προέλευση]] έχουν και οι συγγενείς σημασιολογικά τ. [[τάλαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>tela</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]», <b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]]) και [[φέρνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[φερνή]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η [[σύνδεση]] της λ. [[φορμός]] με τους τ. [[φάραι]] <i>ὑφαίνειν</i>, <i>πλέκειν</i> και [[φᾶρος]] «ύφασμα» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορμός:''' ὁ ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκεύος]] για [[μεταφορά]] καρπών σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[στρώμα]] πλεκτό, Λατ. [[storea]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ένδυμα]] ναυτικού από χοντρό πλεκτό ύφασμα, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μέτρο σίτου, σε Λυσ.
}}
}}