3,274,921
edits
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]]. | |btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |