Anonymous

Φοινικικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
|btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
}}
}}