3,274,216
edits
(45) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. [[φιάλλη]] και ιων. τ. [[φιέλη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> επίμηκες [[δοχείο]] με στενό [[στόμιο]], από [[γυαλί]], πλαστικό, [[μέταλλο]] ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για [[αποθήκευση]] και [[μεταφορά]] υγρών, [[μπουκάλι]], [[μποτίλια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φιάλη]] αερίου»<br /><b>τεχνολ.</b> κινητό μεταλλικό [[δοχείο]] προοριζόμενο για την [[αποθήκευση]] και τη [[μεταφορά]] αερίων πεπιεσμένων, υγροποιημένων ή διαλυμένων, λ.χ. του βουτανίου, του προπανίου, του οξυγόνου ή του ακετυλενίου κ.ά., για οικιακή ή βιομηχανική [[χρήση]]<br />β) «μαγνητική [[φιάλη]]»<br /><b>φυσ.</b> μαγνητικό [[πεδίο]] κλειστού σχήματος το οποίο δεν επιτρέπει τη [[διαφυγή]] [[εκτός]] τών ορίων του του πλάσματος που [[είναι]] εγκλωβισμένο στο εσωτερικό του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[υδροφόρος]] [[λεκάνη]] στο [[αίθριο]] ή, όταν δεν υπήρχε [[αίθριο]], στον νάρθηκα αρχικά τών βασιλικών και [[κατόπιν]] τών βυζαντινών ναών, της οποίας το [[νερό]] χρησιμοποιούνταν για τους καθαρμούς τών πιστών που μετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις, [[γεγονός]] που συμβόλιζε την [[ανάγκη]] της ψυχικής καθαρότητας την ώρα της προσευχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρήνη]] με [[λεκάνη]] σε διάφορους χώρους για [[χρήση]] τών πολιτών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ ἐπὶ τῆς φιάλης»<br /><b>(βυζ.)</b> Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] προερχόμενος από το πολεμικό [[ναυτικό]] της αυτοκρατορίας, στις διαταγές του οποίου υπάγονταν οι <i>ἐλάται</i>, οι ναύτες τών βασιλικών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλατύ και ρηχό [[αγγείο]] για το [[βράσιμο]] υγρών<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοίλου αγγείου για την [[εναπόθεση]] τών οστών ή της τέφρας νεκρού («τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ [[θείομεν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μυροθήκη]]<br /><b>4.</b> ανοιχτό [[αγγείο]] με αβαθές [[στόμιο]], [[χωρίς]] λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για [[πόση]] στα συμπόσια [[αλλά]], συνηθέστερα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις για [[έκχυση]] σπονδών<br /><b>5.</b> [[κοίλο]] και σκαλιστό [[φάτνωμα]] οροφής («τὰς δ' ὀροφὰς καὶ θύρας χρυσαῑς φιάλαις λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῑς διειληφότες», Διοδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «Ἄρεως [[φιάλη]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ασπίδα]] <b>(Αντιφάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με [[επίθημα]] -<i>άλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκυτ</i>-<i>άλη</i>) και [[εναλλαγή]] <i>α</i>/<i>ε</i> στο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φιάλη]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> <i>πι</i>-<i>Fhaλᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pi</i>-<i>swal</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «[[καίω]], σιγοκαίω», <b>πρβλ.</b> [[εἵλη]] «[[θέρμη]] του ήλιου»). Αλλά οι μυκην. τ. <i>pia</i><sub>2</sub><i>ra</i> = [[φιάλη]] και <i>pijera</i><sub>3</sub> = [[φιέλη]] αποτρέπουν την [[υπόθεση]] ενός εσωτερικού -<i>F</i>- ή -<i>σF</i>-, ενώ ενισχύουν την [[άποψη]] ότι πρόκειται για έναν δασύ φθόγγο (<b>πρβλ.</b> και μυκην. <i>ijero</i> = [[ἱερός]]). Συνεπώς, η λ. [[φιάλη]] μπορεί να αναχθεί σε έναν τ. <i>φῑσαλᾱ</i> ή <i>πῑσαλᾱ</i> με προληπτική δάσυνση του <i>π</i>. Ο τ. <i>πισαλᾱ</i>, [[ωστόσο]], παραμένει [[δυσερμήνευτος]], [[αφού]] τόσο η [[άποψη]] ότι έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> (<i>ἐ</i>)<i>πί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑλεῖν]], απρμφ. αορ. του <i>αἱρῶ</i> «[[πιάνω]]», όσο και η [[σύνδεση]] του με το θ. <i>πῑ</i>- του <i>πίω</i> «[[πίνω]]», δεν θεωρούνται πιθανές. Ίσως τελικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνεια λ.]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. [[φιάλλη]] και ιων. τ. [[φιέλη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> επίμηκες [[δοχείο]] με στενό [[στόμιο]], από [[γυαλί]], πλαστικό, [[μέταλλο]] ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για [[αποθήκευση]] και [[μεταφορά]] υγρών, [[μπουκάλι]], [[μποτίλια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φιάλη]] αερίου»<br /><b>τεχνολ.</b> κινητό μεταλλικό [[δοχείο]] προοριζόμενο για την [[αποθήκευση]] και τη [[μεταφορά]] αερίων πεπιεσμένων, υγροποιημένων ή διαλυμένων, λ.χ. του βουτανίου, του προπανίου, του οξυγόνου ή του ακετυλενίου κ.ά., για οικιακή ή βιομηχανική [[χρήση]]<br />β) «μαγνητική [[φιάλη]]»<br /><b>φυσ.</b> μαγνητικό [[πεδίο]] κλειστού σχήματος το οποίο δεν επιτρέπει τη [[διαφυγή]] [[εκτός]] τών ορίων του του πλάσματος που [[είναι]] εγκλωβισμένο στο εσωτερικό του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[υδροφόρος]] [[λεκάνη]] στο [[αίθριο]] ή, όταν δεν υπήρχε [[αίθριο]], στον νάρθηκα αρχικά τών βασιλικών και [[κατόπιν]] τών βυζαντινών ναών, της οποίας το [[νερό]] χρησιμοποιούνταν για τους καθαρμούς τών πιστών που μετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις, [[γεγονός]] που συμβόλιζε την [[ανάγκη]] της ψυχικής καθαρότητας την ώρα της προσευχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρήνη]] με [[λεκάνη]] σε διάφορους χώρους για [[χρήση]] τών πολιτών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ ἐπὶ τῆς φιάλης»<br /><b>(βυζ.)</b> Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] προερχόμενος από το πολεμικό [[ναυτικό]] της αυτοκρατορίας, στις διαταγές του οποίου υπάγονταν οι <i>ἐλάται</i>, οι ναύτες τών βασιλικών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλατύ και ρηχό [[αγγείο]] για το [[βράσιμο]] υγρών<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοίλου αγγείου για την [[εναπόθεση]] τών οστών ή της τέφρας νεκρού («τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ [[θείομεν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μυροθήκη]]<br /><b>4.</b> ανοιχτό [[αγγείο]] με αβαθές [[στόμιο]], [[χωρίς]] λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για [[πόση]] στα συμπόσια [[αλλά]], συνηθέστερα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις για [[έκχυση]] σπονδών<br /><b>5.</b> [[κοίλο]] και σκαλιστό [[φάτνωμα]] οροφής («τὰς δ' ὀροφὰς καὶ θύρας χρυσαῑς φιάλαις λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῑς διειληφότες», Διοδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «Ἄρεως [[φιάλη]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ασπίδα]] <b>(Αντιφάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με [[επίθημα]] -<i>άλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκυτ</i>-<i>άλη</i>) και [[εναλλαγή]] <i>α</i>/<i>ε</i> στο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φιάλη]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> <i>πι</i>-<i>Fhaλᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pi</i>-<i>swal</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «[[καίω]], σιγοκαίω», <b>πρβλ.</b> [[εἵλη]] «[[θέρμη]] του ήλιου»). Αλλά οι μυκην. τ. <i>pia</i><sub>2</sub><i>ra</i> = [[φιάλη]] και <i>pijera</i><sub>3</sub> = [[φιέλη]] αποτρέπουν την [[υπόθεση]] ενός εσωτερικού -<i>F</i>- ή -<i>σF</i>-, ενώ ενισχύουν την [[άποψη]] ότι πρόκειται για έναν δασύ φθόγγο (<b>πρβλ.</b> και μυκην. <i>ijero</i> = [[ἱερός]]). Συνεπώς, η λ. [[φιάλη]] μπορεί να αναχθεί σε έναν τ. <i>φῑσαλᾱ</i> ή <i>πῑσαλᾱ</i> με προληπτική δάσυνση του <i>π</i>. Ο τ. <i>πισαλᾱ</i>, [[ωστόσο]], παραμένει [[δυσερμήνευτος]], [[αφού]] τόσο η [[άποψη]] ότι έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> (<i>ἐ</i>)<i>πί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑλεῖν]], απρμφ. αορ. του <i>αἱρῶ</i> «[[πιάνω]]», όσο και η [[σύνδεση]] του με το θ. <i>πῑ</i>- του <i>πίω</i> «[[πίνω]]», δεν θεωρούνται πιθανές. Ίσως τελικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνεια λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐάλη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> φαρδύ, πλατύ [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για [[βράσιμο]] υγρών, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται ως [[τεφροδόχη]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[αγγείο]], πλατύ [[σκεύος]] για [[πόση]] ή για [[χύσιμο]] χοών, Λατ. [[patera]], σε Ηρόδ., Αττ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |