Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονεικέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aimer les querelles ; quereller : [[τι]] chercher querelle pour qch;<br /><b>2</b> le disputer à.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aimer les querelles ; quereller : [[τι]] chercher querelle pour qch;<br /><b>2</b> le disputer à.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλονεικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φιλόνεικος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγαπώ]] τις διαμάχες, [[μετέχω]] σε λεκτική [[διαμάχη]], είμαι [[εριστικός]], <i>φιλονεικῶν</i>, έξω από εριστικότητα ή ομαδικό [[πνεύμα]], σε Θουκ., Πλάτ.· [[φιλονεικέω]] [[πρός]] τινα, σε Λυσ.· με αιτ., <i>φιλονεικεῖς</i>, τὸ ἐμὲ [[εἶναι]] τὸν ἀποκρινόμενον, ανυπομονείς να είμαι απολογούμενος, σε Πλάτ.· τὰ χείρω [[φιλονεικέω]], είμαι τόσο [[ισχυρογνώμων]] ώστε να επιλέξω το χειρότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[μάχομαι]] με [[άμιλλα]], [[φιλονεικέω]] περὶ [[τῶν]] καλλίστων, σε Ισοκρ.
}}
}}