Anonymous

φρίσσω: Difference between revisions

From LSJ
2,744 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φρίττω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φρίττω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρίσσω:''' Αττ. [[φρίττω]] (√<i>ΦΡΙ-Κ</i>), μέλ. <i>φρίξω</i>, αόρ. αʹ [[ἔφριξα]], παρακ. <i>πέφρῑκα</i>· με ποιητ. μτχ. <i>πεφρίκοντες</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γίνομαι]] [[ανώμαλος]] ή [[κυματοειδής]] στην [[επιφάνεια]], ορθώνομαι, Λατ. horrere, λέγεται για [[χωράφι]] με στάχυα, σε Ομηρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γραμμή]] στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τη [[χαίτη]], ορθώνομαι, αναταράσσομαι, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., <i>φρίσσειν λοφιήν</i>, ανασηκώνει τη [[χαίτη]] των μαλλιών του, σε Ομήρ. Οδ.· [[φρίσσω]] [[νῶτον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χαίταν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>φρίσσοντες ὄμβροι</i>, όπως το horrida [[grando]] του Βιργ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἄσθματι φρίσσων πνοάς</i>, αναπνέει με [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που [[μόλις]] πεθαίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για το [[αίσθημα]] του ρίγους, όταν το [[δέρμα]] κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε [[ανατριχίλα]], ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται·<br /><b class="num">1.</b> από την [[επίδραση]] του κρύου, [[τρέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[επίδραση]] του φόβου, [[τρέμω]], ταράζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., [[τρέμω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[πέφρικα]] Ἐρινὺν τελέσαι, [[τρέμω]] στη [[σκέψη]] της πραγματοποίησης (της εμφάνισής της), σε Αισχύλ.· ομοίως με δοτ., <i>ἐρετμοῖς φρίξουσιν</i>, θα ταραχτούν από τη [[θέα]] των κωπηλατών, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· επίσης με μτχ., [[πέφρικα]] λεύσσων, ταράχτηκα από το κοίταγμα (τη [[θέα]]), σε Αισχύλ.· με απαρ., [[φοβάμαι]] να κάνω [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανατριχιάζω]] από υπερβάλλουσα [[χαρά]], σε Σοφ.
}}
}}