3,274,751
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρίσσω:''' Αττ. [[φρίττω]] (√<i>ΦΡΙ-Κ</i>), μέλ. <i>φρίξω</i>, αόρ. αʹ [[ἔφριξα]], παρακ. <i>πέφρῑκα</i>· με ποιητ. μτχ. <i>πεφρίκοντες</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γίνομαι]] [[ανώμαλος]] ή [[κυματοειδής]] στην [[επιφάνεια]], ορθώνομαι, Λατ. horrere, λέγεται για [[χωράφι]] με στάχυα, σε Ομηρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γραμμή]] στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τη [[χαίτη]], ορθώνομαι, αναταράσσομαι, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., <i>φρίσσειν λοφιήν</i>, ανασηκώνει τη [[χαίτη]] των μαλλιών του, σε Ομήρ. Οδ.· [[φρίσσω]] [[νῶτον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χαίταν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>φρίσσοντες ὄμβροι</i>, όπως το horrida [[grando]] του Βιργ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἄσθματι φρίσσων πνοάς</i>, αναπνέει με [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που [[μόλις]] πεθαίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για το [[αίσθημα]] του ρίγους, όταν το [[δέρμα]] κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε [[ανατριχίλα]], ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται·<br /><b class="num">1.</b> από την [[επίδραση]] του κρύου, [[τρέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[επίδραση]] του φόβου, [[τρέμω]], ταράζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., [[τρέμω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[πέφρικα]] Ἐρινὺν τελέσαι, [[τρέμω]] στη [[σκέψη]] της πραγματοποίησης (της εμφάνισής της), σε Αισχύλ.· ομοίως με δοτ., <i>ἐρετμοῖς φρίξουσιν</i>, θα ταραχτούν από τη [[θέα]] των κωπηλατών, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· επίσης με μτχ., [[πέφρικα]] λεύσσων, ταράχτηκα από το κοίταγμα (τη [[θέα]]), σε Αισχύλ.· με απαρ., [[φοβάμαι]] να κάνω [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανατριχιάζω]] από υπερβάλλουσα [[χαρά]], σε Σοφ. | |lsmtext='''φρίσσω:''' Αττ. [[φρίττω]] (√<i>ΦΡΙ-Κ</i>), μέλ. <i>φρίξω</i>, αόρ. αʹ [[ἔφριξα]], παρακ. <i>πέφρῑκα</i>· με ποιητ. μτχ. <i>πεφρίκοντες</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γίνομαι]] [[ανώμαλος]] ή [[κυματοειδής]] στην [[επιφάνεια]], ορθώνομαι, Λατ. horrere, λέγεται για [[χωράφι]] με στάχυα, σε Ομηρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γραμμή]] στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τη [[χαίτη]], ορθώνομαι, αναταράσσομαι, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., <i>φρίσσειν λοφιήν</i>, ανασηκώνει τη [[χαίτη]] των μαλλιών του, σε Ομήρ. Οδ.· [[φρίσσω]] [[νῶτον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χαίταν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>φρίσσοντες ὄμβροι</i>, όπως το horrida [[grando]] του Βιργ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἄσθματι φρίσσων πνοάς</i>, αναπνέει με [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που [[μόλις]] πεθαίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για το [[αίσθημα]] του ρίγους, όταν το [[δέρμα]] κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε [[ανατριχίλα]], ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται·<br /><b class="num">1.</b> από την [[επίδραση]] του κρύου, [[τρέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[επίδραση]] του φόβου, [[τρέμω]], ταράζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., [[τρέμω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[πέφρικα]] Ἐρινὺν τελέσαι, [[τρέμω]] στη [[σκέψη]] της πραγματοποίησης (της εμφάνισής της), σε Αισχύλ.· ομοίως με δοτ., <i>ἐρετμοῖς φρίξουσιν</i>, θα ταραχτούν από τη [[θέα]] των κωπηλατών, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· επίσης με μτχ., [[πέφρικα]] λεύσσων, ταράχτηκα από το κοίταγμα (τη [[θέα]]), σε Αισχύλ.· με απαρ., [[φοβάμαι]] να κάνω [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανατριχιάζω]] από υπερβάλλουσα [[χαρά]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρίσσω:''' атт. [[φρίττω]] (fut. φρίξω, pf. [[πέφρικα|πέφρῑκα]])<br /><b class="num">1)</b> становиться (подниматься) дыбом, щетиниться: λέοντος [[δέρος]] χαίτῃ πεφρικός Eur. пушистая львиная шкура; [[ὄρνις]] φρίσσων Plut. нахохлившаяся птица; ἔφριξαν ἔθειραι Theocr. шерсть поднялась дыбом (у разъяренного льва); [[νῶτον]] φ. Hom. (о кабане) ощетинить спину; ἄρουραι φρίσσουσιν Hom. поля, где колосятся (досл. щетинятся) хлеба; [[στίχες]] ἀσπίσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι Hom. ряды (войск), ощетинившиеся щитами и копьями; φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα Pind. чаша с золотыми выпуклыми украшениями; φρίσσοντες ὄμβροι Pind. ливни;<br /><b class="num">2)</b> дрожать, трепетать, содрогаться (ῥιγοῦν καὶ τρέμειν καὶ φ. Plut.): φ. τι Soph., Eur., Plut., [[ὑπέρ]] τινος Dem. и προς τι Plut. дрожать перед чем-л., при виде чего-л. или при воспоминании о чем-л.; ἤκουσ᾽ ἀνήκουστα [[ὥστε]] [[φρῖξαι]] Soph. я услышал (столь) ужасное, что дрожу; [[πέφρικα]] τὰν θεόν Aesch. я охвачен трепетом перед богиней; ὃ τίς οὐκ ἂν ἔφριξε ποιῆσαι; Dem. кто не содрогнулся бы (перед перспективой) сделать это?; φ. καὶ προσκυνεῖν τι Plut. в благоговейном ужасе повергаться ниц перед чем-л. | |||
}} | }} |