Anonymous

ὑλακτέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(eksahir)
(6)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[aullar]]
|esgtx=[[aullar]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλακτέω:''' [ῠ] ([[ὑλάω]]), αόρ. αʹ <i>ὑλάκτησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, [[γαβγίζω]], [[υλακτώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κραδίη]] ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., [[ξεστομίζω]] ξεδιάντροπα και αναίσχυντα [[λόγια]], σε Σοφ.· <i>ἄμουσ' ὑλακτῶν</i>, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
}}
}}