3,277,114
edits
(eksahir) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[aullar]] | |esgtx=[[aullar]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλακτέω:''' [ῠ] ([[ὑλάω]]), αόρ. αʹ <i>ὑλάκτησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, [[γαβγίζω]], [[υλακτώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κραδίη]] ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., [[ξεστομίζω]] ξεδιάντροπα και αναίσχυντα [[λόγια]], σε Σοφ.· <i>ἄμουσ' ὑλακτῶν</i>, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Ισοκρ. | |||
}} | }} |