Anonymous

ὑλακτέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλακτέω:''' [ῠ] ([[ὑλάω]]), αόρ. αʹ <i>ὑλάκτησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, [[γαβγίζω]], [[υλακτώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κραδίη]] ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., [[ξεστομίζω]] ξεδιάντροπα και αναίσχυντα [[λόγια]], σε Σοφ.· <i>ἄμουσ' ὑλακτῶν</i>, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
|lsmtext='''ὑλακτέω:''' [ῠ] ([[ὑλάω]]), αόρ. αʹ <i>ὑλάκτησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, [[γαβγίζω]], [[υλακτώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κραδίη]] ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., [[ξεστομίζω]] ξεδιάντροπα και αναίσχυντα [[λόγια]], σε Σοφ.· <i>ἄμουσ' ὑλακτῶν</i>, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλακτέω:''' (ῠ, в impf. и aor. ῡ)<br /><b class="num">1)</b> лаять Hom.: ὑ. τινα Arph., Luc. лаять на кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> выть, орать (τι Soph.): ἄμουσ᾽ ὑ. Eur. дико орать; ὑ. τινα Isocr., Polyb. набрасываться на кого-л. с бранью; [[κραδίη]] δέ οἱ [[ἔνδον]] ὑλακτεῖ Hom. в груди у него клокочет злоба; ὑλακτοῦσα [[νηδύς]] Anth. урчащий (от голода) живот.
}}
}}