3,274,919
edits
(46) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. [[χήρη]] Α<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο [[έρημος]] και [[χήρα]]», Παπαδ.<br />β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χήρες</i> και <i>αίχῆραι</i><br /><b>εκκλ.</b> [[τάξη]] αφιερωμένων στη [[διακονία]] της Εκκλησίας χριστιανών [[γυναικών]], για τις οποίες μεριμνούσε η Εκκλησία [[μετά]] τη [[χηρεία]] τους και οι οποίες επικουρούσαν τους κληρικούς στο ποιμαντικό τους [[έργο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών αφρικανικών στρουθιόμορφων πτηνών της υποοικογένειας viduinae, με 12 [[περίπου]] είδη, που ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τον σπουργίτη<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «η [[χήρα]] [[μέσα]] κάθεται κι έξω τήν κουβεντιάζουν» — δηλώνει ότι η [[χήρα]], όσο και αν έχει άψογη [[συμπεριφορά]], υπόκειται [[συνήθως]] σε κακολογίες<br />β) «η [[χήρα]] πάντρευε την [[κόρη]] της το πλειότερο για λόγου της» — λέγεται για εκείνους που προσποιούνται ότι φροντίζουν για τους άλλους, ενώ στην [[πραγματικότητα]] επιδιώκουν το δικό τους [[συμφέρον]]<br />γ) «να κλαιν' οι χήρες, να κλαίν' κι οι παντρεμένες;» ή «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες» — λέγεται για εκείνους που παραπονούνται [[χωρίς]] λόγο ή σε ακατάλληλο χρόνο<br />δ) «και τ' αρφανά πορεύονται κι οι χήρες κονομιώνται» — εκφράζει την [[ελπίδα]] ότι και οι άποροι έχουν τη [[δυνατότητα]] να βρουν τα [[μέσα]] συντήρησής τους και να επιζήσουν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σε κωμική [[χρήση]]) άνοστο [[φαγητό]], παρασκευασμένο [[χωρίς]] καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br />ως κύριο όν.) <i>ἡ Χήρα</i><br />[[προσωνυμία]] της Ήρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>χή</i>-<i>ρα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>χη</i>-<i>ρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i>-<i>ro</i>-) σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- «[[είμαι]] [[άδειος]], [[λείπω]], [[αφήνω]], [[φεύγω]]» (<b>πρβλ.</b> [[χατέω]], [[χάζω]], [[κιχάνω]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεπ</i>-<i>ρός</i>). Αρχική, [[επομένως]], σημ. της λ. θα [[πρέπει]] να ήταν η σημ. «αυτή που [[είναι]] κενή, που έχει στερηθεί τον άνδρα της». Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[επίσης]], ότι η λ. πλάστηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει μόνο τη [[γυναίκα]], ενώ μόνο στους μτγν. χρόνους απαντά και αρσ. τ. [[χῆρος]], ο [[οποίος]] αναφερόταν αρχικά σε ζώα και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για τον άνδρα. Η λ. [[χήρα]], [[τέλος]], [[πρέπει]] να αντικατέστησε στην Ελληνική έναν αρχικό τ., ο [[οποίος]] θα αναγόταν στον ΙΕ τ. <i>widhew</i><i>ā</i> «[[χήρα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>widow</i>, γερμ. <i>Witwe</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[ηίθεος]]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. [[χήρη]] Α<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο [[έρημος]] και [[χήρα]]», Παπαδ.<br />β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χήρες</i> και <i>αίχῆραι</i><br /><b>εκκλ.</b> [[τάξη]] αφιερωμένων στη [[διακονία]] της Εκκλησίας χριστιανών [[γυναικών]], για τις οποίες μεριμνούσε η Εκκλησία [[μετά]] τη [[χηρεία]] τους και οι οποίες επικουρούσαν τους κληρικούς στο ποιμαντικό τους [[έργο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών αφρικανικών στρουθιόμορφων πτηνών της υποοικογένειας viduinae, με 12 [[περίπου]] είδη, που ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τον σπουργίτη<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «η [[χήρα]] [[μέσα]] κάθεται κι έξω τήν κουβεντιάζουν» — δηλώνει ότι η [[χήρα]], όσο και αν έχει άψογη [[συμπεριφορά]], υπόκειται [[συνήθως]] σε κακολογίες<br />β) «η [[χήρα]] πάντρευε την [[κόρη]] της το πλειότερο για λόγου της» — λέγεται για εκείνους που προσποιούνται ότι φροντίζουν για τους άλλους, ενώ στην [[πραγματικότητα]] επιδιώκουν το δικό τους [[συμφέρον]]<br />γ) «να κλαιν' οι χήρες, να κλαίν' κι οι παντρεμένες;» ή «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες» — λέγεται για εκείνους που παραπονούνται [[χωρίς]] λόγο ή σε ακατάλληλο χρόνο<br />δ) «και τ' αρφανά πορεύονται κι οι χήρες κονομιώνται» — εκφράζει την [[ελπίδα]] ότι και οι άποροι έχουν τη [[δυνατότητα]] να βρουν τα [[μέσα]] συντήρησής τους και να επιζήσουν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σε κωμική [[χρήση]]) άνοστο [[φαγητό]], παρασκευασμένο [[χωρίς]] καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br />ως κύριο όν.) <i>ἡ Χήρα</i><br />[[προσωνυμία]] της Ήρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>χή</i>-<i>ρα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>χη</i>-<i>ρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i>-<i>ro</i>-) σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- «[[είμαι]] [[άδειος]], [[λείπω]], [[αφήνω]], [[φεύγω]]» (<b>πρβλ.</b> [[χατέω]], [[χάζω]], [[κιχάνω]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεπ</i>-<i>ρός</i>). Αρχική, [[επομένως]], σημ. της λ. θα [[πρέπει]] να ήταν η σημ. «αυτή που [[είναι]] κενή, που έχει στερηθεί τον άνδρα της». Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[επίσης]], ότι η λ. πλάστηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει μόνο τη [[γυναίκα]], ενώ μόνο στους μτγν. χρόνους απαντά και αρσ. τ. [[χῆρος]], ο [[οποίος]] αναφερόταν αρχικά σε ζώα και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για τον άνδρα. Η λ. [[χήρα]], [[τέλος]], [[πρέπει]] να αντικατέστησε στην Ελληνική έναν αρχικό τ., ο [[οποίος]] θα αναγόταν στον ΙΕ τ. <i>widhew</i><i>ā</i> «[[χήρα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>widow</i>, γερμ. <i>Witwe</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[ηίθεος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χήρα:''' Ιων. [[χήρη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στερημένη από σύζυγο, [[χήρα]], Λατ. [[vidua]], με γεν., [[χήρη]] σευ [[ἔσομαι]], λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χῆραιγυναῖκες</i>, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από το [[χήρα]] δημιουργήθηκε το αρσ. [[χῆρος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[χῆρος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, ως επίθ., με μεταφ. [[σημασία]], στερημένος, [[έρημος]], <i>χῆρα μέλαθρα</i>, σε Ευρ.· με γεν., [[φάρσος]] στελεοῦ χῆρον, [[κομμάτι]] αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |