3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χήρα:''' Ιων. [[χήρη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στερημένη από σύζυγο, [[χήρα]], Λατ. [[vidua]], με γεν., [[χήρη]] σευ [[ἔσομαι]], λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χῆραιγυναῖκες</i>, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από το [[χήρα]] δημιουργήθηκε το αρσ. [[χῆρος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[χῆρος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, ως επίθ., με μεταφ. [[σημασία]], στερημένος, [[έρημος]], <i>χῆρα μέλαθρα</i>, σε Ευρ.· με γεν., [[φάρσος]] στελεοῦ χῆρον, [[κομμάτι]] αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''χήρα:''' Ιων. [[χήρη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στερημένη από σύζυγο, [[χήρα]], Λατ. [[vidua]], με γεν., [[χήρη]] σευ [[ἔσομαι]], λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χῆραιγυναῖκες</i>, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από το [[χήρα]] δημιουργήθηκε το αρσ. [[χῆρος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[χῆρος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, ως επίθ., με μεταφ. [[σημασία]], στερημένος, [[έρημος]], <i>χῆρα μέλαθρα</i>, σε Ευρ.· με γεν., [[φάρσος]] στελεοῦ χῆρον, [[κομμάτι]] αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χήρα:''' эп.-ион. [[χήρη]] ἡ (тж. γυνὴ χ. NT) вдова Hom., Soph., Eur., Lys. etc. | |||
}} | }} |