Anonymous

χήρα: Difference between revisions

From LSJ
132 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χήρα:''' Ιων. [[χήρη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στερημένη από σύζυγο, [[χήρα]], Λατ. [[vidua]], με γεν., [[χήρη]] σευ [[ἔσομαι]], λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χῆραιγυναῖκες</i>, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από το [[χήρα]] δημιουργήθηκε το αρσ. [[χῆρος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[χῆρος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, ως επίθ., με μεταφ. [[σημασία]], στερημένος, [[έρημος]], <i>χῆρα μέλαθρα</i>, σε Ευρ.· με γεν., [[φάρσος]] στελεοῦ χῆρον, [[κομμάτι]] αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''χήρα:''' Ιων. [[χήρη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στερημένη από σύζυγο, [[χήρα]], Λατ. [[vidua]], με γεν., [[χήρη]] σευ [[ἔσομαι]], λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χῆραιγυναῖκες</i>, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από το [[χήρα]] δημιουργήθηκε το αρσ. [[χῆρος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[χῆρος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, ως επίθ., με μεταφ. [[σημασία]], στερημένος, [[έρημος]], <i>χῆρα μέλαθρα</i>, σε Ευρ.· με γεν., [[φάρσος]] στελεοῦ χῆρον, [[κομμάτι]] αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χήρα:''' эп.-ион. [[χήρη]] ἡ (тж. γυνὴ χ. NT) вдова Hom., Soph., Eur., Lys. etc.
}}
}}