Anonymous

χειμάδιον: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χειμάδι]].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χειμάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
}}
}}