3,277,226
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ. | |lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειμάδιον:''' τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut. | |||
}} | }} |