Anonymous

χειμάδιον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειμάδιον:''' τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
}}
}}