3,277,002
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χαλκεόπους]], -ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινα πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα<br /><b>3.</b> (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη [[βάση]], χάλκινα θεμέλια<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (στον Όμ.) (για [[άλογο]]) [[ακαταπόνητος]] («ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππῳ ὠκυπέτα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για τις Ερινύες) αυτός που καταδιώκει αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρό</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]]. | |mltxt=και [[χαλκεόπους]], -ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινα πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα<br /><b>3.</b> (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη [[βάση]], χάλκινα θεμέλια<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (στον Όμ.) (για [[άλογο]]) [[ακαταπόνητος]] («ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππῳ ὠκυπέτα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για τις Ερινύες) αυτός που καταδιώκει αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρό</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, λέγεται για άλογα, για να δηλώσει τη σταθερή [[δύναμη]] που έχουν οι οπλές τους, αυτός που έχει οπλές από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. [[Ἐρινύς]], λέγεται για να δηλώσει την ακαταπόνητη καταδίωξή τους, σε Σοφ.· [[χαλκόπους]] [[ὁδός]], [[απλώς]], το [[κατώφλι]] από χαλκό, στον ίδ. | |||
}} | }} |