3,274,921
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, λέγεται για άλογα, για να δηλώσει τη σταθερή [[δύναμη]] που έχουν οι οπλές τους, αυτός που έχει οπλές από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. [[Ἐρινύς]], λέγεται για να δηλώσει την ακαταπόνητη καταδίωξή τους, σε Σοφ.· [[χαλκόπους]] [[ὁδός]], [[απλώς]], το [[κατώφλι]] από χαλκό, στον ίδ. | |lsmtext='''χαλκόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, λέγεται για άλογα, για να δηλώσει τη σταθερή [[δύναμη]] που έχουν οι οπλές τους, αυτός που έχει οπλές από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. [[Ἐρινύς]], λέγεται για να δηλώσει την ακαταπόνητη καταδίωξή τους, σε Σοφ.· [[χαλκόπους]] [[ὁδός]], [[απλώς]], το [[κατώφλι]] από χαλκό, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκόπους:''' 2, gen. ποδος<br /><b class="num">1)</b> медноногий ([[τρίπους]] Eur.); перен. неутомимый (ἵππω Hom.; [[Ἐρινύς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> обутый в медную обувь ([[Ἐμπεδοκλῆς]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> служащий медным основанием: χ. [[ὀδός]] Soph. медный порог. | |||
}} | }} |