Anonymous

χέρνιψ: Difference between revisions

From LSJ
1,001 bytes added ,  31 December 2018
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιβος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[νερό]] για να πλένουν τα χέρια [[πριν]] από το [[φαγητό]] (α. «χέρνιβα δ' [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον [[ὕδωρ]] χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[ιερό]] [[νερό]] για να πλένουν τα χέρια [[πριν]] από θυσίες (α. «[[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, πολλὰ δ' [[Ἀθήνη]] εὔχετ' ἀπαρχόμενος», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[ὕδωρ]], ὅ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τελετουργικό]] [[αγγείο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χέρνιβες</i><br />α) εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]] («εὖ γοῡν θίγοις ἄν χερνίβων», <b>Ευρ.</b>)<br />β) χοές για τους νεκρούς («[[κἀγὼ]] χέουσα τάσδε χέρνιβας θνητοῑς [[λέγω]] καλοῡσα [[πατέρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «[[χέρνιψ]]<br />[[ἄγγος]] ἐλαίου εἰς ὅ ἐνέβαπτον τὰς δᾷδας καὶ περιέρραινον τὸν βωμόν»<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινωνὸς χερνίβων» — αυτός που μετέχει στις ίδιες οικογενειακές τελετές, [[δηλαδή]] [[σύνοικος]], [[συγκάτοικος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χέρνιβας νέμειν» — το να επιτρέπει [[κανείς]] σε κάποιον τη [[χρήση]] του αγιασμένου νερού (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «γράφων [[χέρνιβος]] εἴργεσθαι τὸν ἀνδροφόνον» — δήλωνε τον αποκλεισμό όσων είχαν διαπράξει φόνο από τις θρησκευτικές τελετές και από τις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. τ. του οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στη λ. [[χείρ]], ενώ το β' συνθετικό στη [[ρίζα]] <i>nig</i><sup>w</sup>- του ρ. [[νίζω]] / [[νίβω]] «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» (για τον χειλοϋπερωικό φθόγγο από τον οποίο προέρχεται το -<i>β</i>- του τ. <b>πρβλ.</b> και το μυκηναϊκό <i>keni</i>-<i>qa</i>, <b>βλ. λ.</b> [[χέρνιβον]]) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>s</i>, όπως και άλλα ριζικά ονόματα ([[χέρνιψ]] <span style="color: red;"><</span> <i>χερ</i>-<i>νιβ</i>-<i>ς</i>). Η λ. [[χείρ]] εμφανίζει στον τ. <i>χέρ</i>-<i>νιψ</i> την [[μορφή]] <i>χερ</i>-, η οποία απαντά και σε άλλους τ. της λ. και έχει προέλθει από τη δοτ. πληθ. <i>χερσί</i>. Από άλλους μελετητές, το α' συνθετικό <i>χερ</i>- ερμηνεύεται από τη [[μορφή]] θ. <i>χερρ</i>- (<b>πρβλ.</b> αιολ. αιτ. πληθ. [[χέρρας]]) με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ρρ</i>- (για τις μορφές αυτές του θ. <b>βλ.</b> και λ. [[χειρ]]). Η λ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή σε ορισμένους παρ. τ., <b>πρβλ.</b> <i>keniqa</i> = <i>χέρνιβα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χέρνιβον]]), <i>keniqetewe</i>, το οποίο θα αντιστοιχούσε στον πληθ. ενός αμάρτυρου αρσ. <i>χερνιπτεύς</i>].
|mltxt=-ιβος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[νερό]] για να πλένουν τα χέρια [[πριν]] από το [[φαγητό]] (α. «χέρνιβα δ' [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον [[ὕδωρ]] χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[ιερό]] [[νερό]] για να πλένουν τα χέρια [[πριν]] από θυσίες (α. «[[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, πολλὰ δ' [[Ἀθήνη]] εὔχετ' ἀπαρχόμενος», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[ὕδωρ]], ὅ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τελετουργικό]] [[αγγείο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χέρνιβες</i><br />α) εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]] («εὖ γοῡν θίγοις ἄν χερνίβων», <b>Ευρ.</b>)<br />β) χοές για τους νεκρούς («[[κἀγὼ]] χέουσα τάσδε χέρνιβας θνητοῑς [[λέγω]] καλοῡσα [[πατέρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «[[χέρνιψ]]<br />[[ἄγγος]] ἐλαίου εἰς ὅ ἐνέβαπτον τὰς δᾷδας καὶ περιέρραινον τὸν βωμόν»<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινωνὸς χερνίβων» — αυτός που μετέχει στις ίδιες οικογενειακές τελετές, [[δηλαδή]] [[σύνοικος]], [[συγκάτοικος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χέρνιβας νέμειν» — το να επιτρέπει [[κανείς]] σε κάποιον τη [[χρήση]] του αγιασμένου νερού (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «γράφων [[χέρνιβος]] εἴργεσθαι τὸν ἀνδροφόνον» — δήλωνε τον αποκλεισμό όσων είχαν διαπράξει φόνο από τις θρησκευτικές τελετές και από τις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. τ. του οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στη λ. [[χείρ]], ενώ το β' συνθετικό στη [[ρίζα]] <i>nig</i><sup>w</sup>- του ρ. [[νίζω]] / [[νίβω]] «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» (για τον χειλοϋπερωικό φθόγγο από τον οποίο προέρχεται το -<i>β</i>- του τ. <b>πρβλ.</b> και το μυκηναϊκό <i>keni</i>-<i>qa</i>, <b>βλ. λ.</b> [[χέρνιβον]]) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>s</i>, όπως και άλλα ριζικά ονόματα ([[χέρνιψ]] <span style="color: red;"><</span> <i>χερ</i>-<i>νιβ</i>-<i>ς</i>). Η λ. [[χείρ]] εμφανίζει στον τ. <i>χέρ</i>-<i>νιψ</i> την [[μορφή]] <i>χερ</i>-, η οποία απαντά και σε άλλους τ. της λ. και έχει προέλθει από τη δοτ. πληθ. <i>χερσί</i>. Από άλλους μελετητές, το α' συνθετικό <i>χερ</i>- ερμηνεύεται από τη [[μορφή]] θ. <i>χερρ</i>- (<b>πρβλ.</b> αιολ. αιτ. πληθ. [[χέρρας]]) με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ρρ</i>- (για τις μορφές αυτές του θ. <b>βλ.</b> και λ. [[χειρ]]). Η λ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή σε ορισμένους παρ. τ., <b>πρβλ.</b> <i>keniqa</i> = <i>χέρνιβα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χέρνιβον]]), <i>keniqetewe</i>, το οποίο θα αντιστοιχούσε στον πληθ. ενός αμάρτυρου αρσ. <i>χερνιπτεύς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χέρνιψ:''' -ιβος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[πριν]] από τα γεύματα, ή [[πριν]] από θυσίες και θρησκευτικές τελετές, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πληθ. <i>χέρνιβες</i>, εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ.· εἴργεσθαι [[χέρνιβος]], αποκλείονται από τη [[χρήση]], όσοι μολύνθηκαν από [[αιματοχυσία]], σε Δημ.· <i>χέρνιβας νέμειν</i>, [[επιτρέπω]] τη [[χρήση]] αυτών, σε Σοφ.· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αυτών, δηλ. [[σύνοικος]], , σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], λέγεται για σπονδές προς [[τιμή]] των [[νεκρών]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}