Anonymous

χέρνιψ: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χέρνιψ:''' -ιβος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[πριν]] από τα γεύματα, ή [[πριν]] από θυσίες και θρησκευτικές τελετές, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πληθ. <i>χέρνιβες</i>, εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ.· εἴργεσθαι [[χέρνιβος]], αποκλείονται από τη [[χρήση]], όσοι μολύνθηκαν από [[αιματοχυσία]], σε Δημ.· <i>χέρνιβας νέμειν</i>, [[επιτρέπω]] τη [[χρήση]] αυτών, σε Σοφ.· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αυτών, δηλ. [[σύνοικος]], , σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], λέγεται για σπονδές προς [[τιμή]] των [[νεκρών]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''χέρνιψ:''' -ιβος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[πριν]] από τα γεύματα, ή [[πριν]] από θυσίες και θρησκευτικές τελετές, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πληθ. <i>χέρνιβες</i>, εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ.· εἴργεσθαι [[χέρνιβος]], αποκλείονται από τη [[χρήση]], όσοι μολύνθηκαν από [[αιματοχυσία]], σε Δημ.· <i>χέρνιβας νέμειν</i>, [[επιτρέπω]] τη [[χρήση]] αυτών, σε Σοφ.· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αυτών, δηλ. [[σύνοικος]], , σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], λέγεται για σπονδές προς [[τιμή]] των [[νεκρών]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χέρνιψ:''' ῐβος ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> вода для омовения рук (преимущ. культового) Hom., Eur., Lys., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> культовое омовение рук: πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι [[χρῆσθαι]] Thuc. совершать омовение рук перед жертвоприношениями; χέρνιβας νέμειν Soph. допускать к культовым омовениям рук, т. е. к священным обрядам; εἴργεσθαι χερνίβων Dem. запрещать участие в священных обрядах; χερνίβων [[κοινωνός]] Aesch. соучастник священных омовений, т. е. домочадец, близкий;<br /><b class="num">3)</b> (редко) заупокойное возлияние (χέειν τὰς χέρνιβάς τινι Aesch.).
}}
}}