Anonymous

χαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[χάσμα]] (α. «το [[βάραθρο]] έχαινε [[μπροστά]] τους» β. «[[τότε]] μοι [[χάνοι]] εὐρεῑα [[χθών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεχηνώς]], -<i>υία</i>, -<i>ός</i> και [[κεχηνώς]], -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που χάσκει, [[ιδίως]] από [[έκπληξη]], [[κατάπληκτος]] (α. «τον κοίταζε [[κεχηνώς]]» β. «[[οὗτος]] δὲ κεχηνὼς βρωμησάμενος τοῦ σοῦ δίνου μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χαίνουσα [[πληγή]]» — ανοιχτή [[πληγή]], [[τραύμα]] που δεν έχει κλείσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χαίνουσα [[πληγή]]»<br /><b>μτφ.</b> δυσάρεστη [[κατάσταση]] ή [[σύμπτωμα]] που δεν παρουσιάζει [[βελτίωση]] («οι χαίνουσες πληγές της οικονομίας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) [[ανοίγω]], [[σκάζω]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις) [[παρουσιάζω]] [[χασμωδία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χάσκω]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[χασμουριέμαι]] («ὅτε δὴ 'κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]], [[ξεστομίζω]] φράσεις απρόσεκτα και με [[θράσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[χάχας]], [[χαζός]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λύκος]] ἔχανεν» — μάταιες προσδοκίες, φρούδες ελπίδες (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χάσκω]]).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[χάσμα]] (α. «το [[βάραθρο]] έχαινε [[μπροστά]] τους» β. «[[τότε]] μοι [[χάνοι]] εὐρεῑα [[χθών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεχηνώς]], -<i>υία</i>, -<i>ός</i> και [[κεχηνώς]], -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που χάσκει, [[ιδίως]] από [[έκπληξη]], [[κατάπληκτος]] (α. «τον κοίταζε [[κεχηνώς]]» β. «[[οὗτος]] δὲ κεχηνὼς βρωμησάμενος τοῦ σοῦ δίνου μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χαίνουσα [[πληγή]]» — ανοιχτή [[πληγή]], [[τραύμα]] που δεν έχει κλείσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χαίνουσα [[πληγή]]»<br /><b>μτφ.</b> δυσάρεστη [[κατάσταση]] ή [[σύμπτωμα]] που δεν παρουσιάζει [[βελτίωση]] («οι χαίνουσες πληγές της οικονομίας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) [[ανοίγω]], [[σκάζω]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις) [[παρουσιάζω]] [[χασμωδία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χάσκω]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[χασμουριέμαι]] («ὅτε δὴ 'κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]], [[ξεστομίζω]] φράσεις απρόσεκτα και με [[θράσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[χάχας]], [[χαζός]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λύκος]] ἔχανεν» — μάταιες προσδοκίες, φρούδες ελπίδες (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χάσκω]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαίνω:''' βλ. [[χάσκω]].
}}
}}