Anonymous

χραίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[μιαίνω]], [[μολύνω]], [[κυρίως]] από [[ηθική]] [[άποψη]] («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν [[χραίνω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]] («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.)<br /><b>3.</b> [[αλείφω]], [[επαλείφω]] («τῷ μὲν Γερραῑοι νομάδες χαλκήρεας αἰχμὰς χραίνουσιν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], συνδέεται με τα ρ. [[χραύω]] και [[χρίω]] και έχει, πιθανότατα, σχηματιστεί [[υστερογενώς]] κατ' [[επίδραση]] τών <i>μι</i>-[[αίνω]], <i>ξ</i>-[[αίνω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χραύω]]). Εξάλλου, λόγω της σημασιολογικής εγγύτητας του ρ. [[χραίνω]] με τα ρ. [[μιαίνω]] και [[χρίω]], έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[χραίνω]] έχει προέλθει με συμφυρμό τών δύο αυτών τ., [[άποψη]], όμως, που θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ελάχιστα πιθανή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του ρ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghren</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]», η οποία αποτελεί εκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>gher</i>- «[[τρίβω]]» (για τη γενική αυτή [[μορφή]] ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[χραύω]])].
|mltxt=ΜΑ<br />[[μιαίνω]], [[μολύνω]], [[κυρίως]] από [[ηθική]] [[άποψη]] («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν [[χραίνω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]] («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.)<br /><b>3.</b> [[αλείφω]], [[επαλείφω]] («τῷ μὲν Γερραῑοι νομάδες χαλκήρεας αἰχμὰς χραίνουσιν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], συνδέεται με τα ρ. [[χραύω]] και [[χρίω]] και έχει, πιθανότατα, σχηματιστεί [[υστερογενώς]] κατ' [[επίδραση]] τών <i>μι</i>-[[αίνω]], <i>ξ</i>-[[αίνω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χραύω]]). Εξάλλου, λόγω της σημασιολογικής εγγύτητας του ρ. [[χραίνω]] με τα ρ. [[μιαίνω]] και [[χρίω]], έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[χραίνω]] έχει προέλθει με συμφυρμό τών δύο αυτών τ., [[άποψη]], όμως, που θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ελάχιστα πιθανή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του ρ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghren</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]», η οποία αποτελεί εκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>gher</i>- «[[τρίβω]]» (για τη γενική αυτή [[μορφή]] ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[χραύω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χραίνω:''' μέλ. <i>χρᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχρᾱνα</i>, = [[χράω]] (Α)·<br /><b class="num">1.</b> [[αγγίζω]] απαλά, [[ὀλιγάκις]] [[ἄστυ]] χραίνων, δηλ. [[μένω]] [[μακριά]] απ' αυτήν (την πόλη), σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[λερώνω]], [[μιαίνω]], [[μολύνω]], σε Αισχύλ.· [[ιδίως]], λέγεται για [[ηθική]] [[μόλυνση]], σε Σοφ., Ευρ. — Μέσ., <i>χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ</i>, σε Σοφ. — Παθ., μολύνομαι, στον ίδ.
}}
}}