Anonymous

χραίνω: Difference between revisions

From LSJ
1,954 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἔχρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχράνθην;<br /><b>I.</b> toucher légèrement à la surface, effleurer, raser ; <i>p. anal.</i> [[τι]] αἵματι EUR arroser <i>ou</i> souiller (une épée) de sang;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> teindre, colorer;<br /><b>2</b> salir, souiller ; <i>fig.</i> souiller par le meurtre, l’inceste, l’adultère, <i>etc.</i> : τὸ τῆς [[φιλίας]] [[ὄνομα]] ÉL souiller le nom de l’amitié;<br /><i><b>Moy.</b></i> χραίνομαι salir, souiller, teindre qch à soi : χεῖρα φόνῳ SOPH teindre <i>ou</i> rougir sa main d’un meurtre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χραύω]], [[χράω]].
|btext=<i>ao.</i> ἔχρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχράνθην;<br /><b>I.</b> toucher légèrement à la surface, effleurer, raser ; <i>p. anal.</i> [[τι]] αἵματι EUR arroser <i>ou</i> souiller (une épée) de sang;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> teindre, colorer;<br /><b>2</b> salir, souiller ; <i>fig.</i> souiller par le meurtre, l’inceste, l’adultère, <i>etc.</i> : τὸ τῆς [[φιλίας]] [[ὄνομα]] ÉL souiller le nom de l’amitié;<br /><i><b>Moy.</b></i> χραίνομαι salir, souiller, teindre qch à soi : χεῖρα φόνῳ SOPH teindre <i>ou</i> rougir sa main d’un meurtre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χραύω]], [[χράω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[μιαίνω]], [[μολύνω]], [[κυρίως]] από [[ηθική]] [[άποψη]] («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν [[χραίνω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]] («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.)<br /><b>3.</b> [[αλείφω]], [[επαλείφω]] («τῷ μὲν Γερραῑοι νομάδες χαλκήρεας αἰχμὰς χραίνουσιν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], συνδέεται με τα ρ. [[χραύω]] και [[χρίω]] και έχει, πιθανότατα, σχηματιστεί [[υστερογενώς]] κατ' [[επίδραση]] τών <i>μι</i>-[[αίνω]], <i>ξ</i>-[[αίνω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χραύω]]). Εξάλλου, λόγω της σημασιολογικής εγγύτητας του ρ. [[χραίνω]] με τα ρ. [[μιαίνω]] και [[χρίω]], έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[χραίνω]] έχει προέλθει με συμφυρμό τών δύο αυτών τ., [[άποψη]], όμως, που θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ελάχιστα πιθανή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του ρ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghren</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]», η οποία αποτελεί εκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>gher</i>- «[[τρίβω]]» (για τη γενική αυτή [[μορφή]] ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[χραύω]])].
}}
}}