Anonymous

χείρωμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράξη]] βίας («[[ἄφαντος]] ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έργο]] καμωμένο με το [[χέρι]] («τυμβοχόα χειρώματα», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράξη]] βίας («[[ἄφαντος]] ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έργο]] καμωμένο με το [[χέρι]] («τυμβοχόα χειρώματα», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χείρωμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό το οποίο κατακτάται, [[κατάκτηση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[έργο]] βίας, [[επίθεση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[εργασία]] που έγινε με τα χέρια, <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, λέγεται για [[χώμα]] που ρίχνεται πάνω στον τάφο, σε Αισχύλ.
}}
}}