Anonymous

χρησμολόγος: Difference between revisions

From LSJ
6
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[χρησμολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, [[μάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ερμηνεύει χρησμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[χρησμολόγος]]<br />[[άτομο]] που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που αρέσκεται στην [[χρησιμοποίηση]] ακατανόητων λόγων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[συλλογή]] χρησμών για να κερδίσει χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ο / [[χρησμολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, [[μάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ερμηνεύει χρησμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[χρησμολόγος]]<br />[[άτομο]] που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που αρέσκεται στην [[χρησιμοποίηση]] ακατανόητων λόγων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[συλλογή]] χρησμών για να κερδίσει χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρησμολόγος:''' -ον ([[λέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προφέρει χρησμούς, [[μάντης]], [[χρησμολόγος]] [[ἀνήρ]], [[προφήτης]], [[μάντης]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερμηνευτής]] χρησμών, [[έμπορος]] χρησμών, στον ίδ., Αριστοφ.
}}
}}