Anonymous

χρησμολόγος: Difference between revisions

From LSJ
47b
(Bailly1_5)
(47b)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui prononce <i>ou</i> rend des oracles;<br /><b>2</b> qui interprète <i>ou</i> explique les oracles.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui prononce <i>ou</i> rend des oracles;<br /><b>2</b> qui interprète <i>ou</i> explique les oracles.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[λέγω]]³.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[χρησμολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, [[μάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ερμηνεύει χρησμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[χρησμολόγος]]<br />[[άτομο]] που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που αρέσκεται στην [[χρησιμοποίηση]] ακατανόητων λόγων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[συλλογή]] χρησμών για να κερδίσει χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}