3,274,919
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[χειρουργός]], -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν<br />[[γιατρός]] που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]], που κατασκευάζει ή διακοσμεί [[κάτι]] με τα χέρια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χειρουργός]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. <i>χειρούργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χειρουργός]] με αναβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα [[κακούργος]], [[πανούργος]]]. | |mltxt=ο, η / [[χειρουργός]], -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν<br />[[γιατρός]] που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]], που κατασκευάζει ή διακοσμεί [[κάτι]] με τα χέρια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χειρουργός]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. <i>χειρούργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χειρουργός]] με αναβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα [[κακούργος]], [[πανούργος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], <i>ὁ</i>, [[γιατρός]] που κάνει εγχειρήσεις, [[χειρουργός]], σε Πλούτ., Ανθ. | |||
}} | }} |