Anonymous

ψαύω: Difference between revisions

From LSJ
1,573 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[αγγίζω]] [[κάτι]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]] με τις άκρες τών δαχτύλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[αγγίζω]] [[κάτι]] («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[κερδίζω]] («[[ψαύω]] ὕμνων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] με εχθρική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θίγω]] ένα [[θέμα]] [[χωρίς]] να [[υπεισέρχομαι]] σε λεπτομέρειες<br />β) [[ασκώ]] επιβλαβή [[επίδραση]]<br />γ) [[προσπαθώ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίπεδα ψαύοντα»<br /><b>μαθημ.</b> εφαπτόμενα επίπεδα <b>(Αρχιμ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[καθαρά]] ελλ. σχηματισμό από το θ. του <i>ψήω</i> / <i>ψάω</i> / <i>ψῆν</i> [[τρίβω]] και [[σκουπίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και τον σχηματισμό τών [[ψαίω]], [[ψαίρω]], <i>ψίω</i>), [[κατά]] τα [[χραύω]], [[χναύω]], [[θραύω]].
|mltxt=ΝΑ<br />[[αγγίζω]] [[κάτι]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]] με τις άκρες τών δαχτύλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[αγγίζω]] [[κάτι]] («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[κερδίζω]] («[[ψαύω]] ὕμνων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] με εχθρική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θίγω]] ένα [[θέμα]] [[χωρίς]] να [[υπεισέρχομαι]] σε λεπτομέρειες<br />β) [[ασκώ]] επιβλαβή [[επίδραση]]<br />γ) [[προσπαθώ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίπεδα ψαύοντα»<br /><b>μαθημ.</b> εφαπτόμενα επίπεδα <b>(Αρχιμ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[καθαρά]] ελλ. σχηματισμό από το θ. του <i>ψήω</i> / <i>ψάω</i> / <i>ψῆν</i> [[τρίβω]] και [[σκουπίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και τον σχηματισμό τών [[ψαίω]], [[ψαίρω]], <i>ψίω</i>), [[κατά]] τα [[χραύω]], [[χναύω]], [[θραύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψαύω:''' μέλ. <i>ψαύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψαυσα</i>, παρακ. <i>ἔψαυκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐψαύσθην</i>, παρακ. <i>ἔψαυσμαι</i> (συγγενές προς το [[ψάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγγίζω]], [[ακουμπώ]], [[εφάπτομαι]], με γεν., <i>τινός</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. του οργάνου, στο ίδ.· [[χεροῖν]] ἔψαυσα πηγῆς, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>ψαύειν τινί</i>, [[αγγίζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· στον Σοφ. με αιτ., [[κεῖνος]] ψαύων τὸν θεόν, αυτός που προσβάλλει το θεό, σε Αντιγ. 961· [[αλλά]], στο ίδ. 857, <i>ἔψαυσας μερίμνας</i>, <i>πατρὸς οἶκτον</i>, άγγιξες το πεπρωμένο του [[πατέρα]] μου, (το <i>μερίμνας</i> είναι γεν. και το <i>οἶκτον</i> αιτ. κατά [[παράθεση]] προς την προηγούμενη [[πρόταση]]).<br /><b class="num">2.</b> [[αγγίζω]] ως [[εχθρός]], [[απλώνω]] [[χέρι]] πάνω σε, <i>τινός</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αγγίζω]], [[φθάνω]], [[επιδρώ]] σε [[κάτι]], <i>ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου</i>, στον ίδ. — Μέσ. επίσης, [[φθάνω]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]], [[κερδίζω]], σε Πίνδ.
}}
}}